Όλο και περισσότερες μελέτες έχουν συνδέσει τον «κακό» ύπνο με την επιτάχυνση της γήρανσης του εγκεφάλου, υποδηλώνοντας ότι η έγκαιρη αντιμετώπιση των διαταραχών ύπνου μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση των γνωστικών μας λειτουργιών.
Τώρα, δυο νέες μελέτες έρχονται να επιβεβαιώσουν προηγούμενα ευρήματα. Η πρώτη μελέτη διαπίστωσε ότι οι διαταραχές ύπνου στα 30 και στα 40 συνδέονται με την επιτάχυνση της γήρανσης του εγκεφάλου και τα γνωστικά προβλήματα αργότερα στη ζωή. Η δεύτερη, έδειξε ότι οι άνθρωποι που έχουν διαταραγμένο ύπνο στα 30 και 40 τους είναι πιο πιθανό να έχουν προβλήματα μνήμης και γνωστικής λειτουργίας αργότερα στη ζωή τους.
Προηγούμενη έρευνα έχει διαπιστώσει ότι ο καλός ύπνος μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση και τη βελτίωση του γλοιολεμφικού συστήματος του εγκεφάλου. Το σύστημα αυτό επιτρέπει την απομάκρυνση των απορριμμάτων από τον εγκέφαλο, και είναι κρίσιμο για το λεμφικό σύστημα του εγκεφάλου. Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ότι οι διαταραχές ύπνου μπορεί να συμβάλλουν στην εμφάνιση γνωστικών προβλημάτων, τα οποία θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης άνοιας.
Σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Neurology», οι άνθρωποι που υποφέρουν από διαταραχές ύπνου στα 30 και στα 40 τους, εμφανίζουν περισσότερα σημάδια γνωστικών προβλημάτων υγείας, στα 50 και στα 60 τους. Ωστόσο, ενώ η μελέτη δείχνει μια συσχέτιση μεταξύ της ποιότητας του ύπνου και της γήρανσης του εγκεφάλου, τα ευρήματα δεν αποδεικνύουν ότι τα προβλήματα ύπνου επιταχύνουν τη γήρανση του εγκεφάλου.
Τι έδειξε η μελέτη
Στη μελέτη συμμετείχαν 589 εθελοντές, με μέσο όρο ηλικίας τα 40. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια για τις συνήθειες ύπνου τους στην αρχή της μελέτης και πέντε χρόνια αργότερα. Μέσω αυτών των ερωτηματολογίων, οι ερευνητές είδαν εάν οι συμμετέχοντες κοιμόντουσαν αρκετά, αν είχαν κακή ποιότητα ύπνου, αν δυσκολεύονταν να κοιμηθούν και να ξυπνήσουν, ή αν ένιωθαν υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες με βάση τα χαρακτηριστικά του ύπνου τους. Εκείνοι της χαμηλής ομάδας (περίπου 70%) δεν αντιμετώπιζαν κανένα από τα παραπάνω προβλήματα ή αντιμετώπιζαν μόνο ένα από αυτά. Οι συμμετέχοντες στη μεσαία ομάδα (22%) ανέφεραν δύο ή τρία προβλήματα και εκείνοι στην υψηλή ομάδα (8%) υπέφεραν από τέσσερα έως έξι από τα παραπάνω προβλήματα.
Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν επίσης σαρώσεις εγκεφάλου 15 χρόνια μετά την έναρξη της μελέτης. Οι ερευνητές ανέλυσαν τις σαρώσεις και χρησιμοποίησαν μηχανική μάθηση για να προσδιορίσουν την ηλικία του εγκεφάλου κάθε συμμετέχοντα. Διαπιστώθηκε ότι πολλά από τα προβλήματα στον ύπνο συνδέθηκαν με την επιτάχυνση της γήρανσης του εγκεφάλου, ειδικά όταν οι άνθρωποι υπέφεραν από αυτά για πέντε χρόνια.
Επιπλέον, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο εγκέφαλος των ατόμων της μεσαίας ομάδας ήταν κατά μέσο όρο 1,6 χρόνια μεγαλύτερος σε σχέση με εκείνα της χαμηλής ομάδας. Όσοι ανήκαν στην υψηλή ομάδα είχαν μέση ηλικία εγκεφάλου 2,6 χρόνια μεγαλύτερη.
«Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν τη σημασία της αντιμετώπισης προβλημάτων ύπνου νωρίτερα στη ζωή για τη διατήρηση της καλής υγείας του εγκεφάλου» δήλωσε η συγγραφέας της μελέτης Κριστίν Γιάφε, καθηγήτρια Ψυχιατρικής, Νευρολογίας και Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο.
«Η μελλοντική έρευνα θα πρέπει να επικεντρωθεί στην εύρεση νέων τρόπων βελτίωσης της ποιότητας του ύπνου και στη διερεύνηση της μακροπρόθεσμης επίδρασης του ύπνου στην υγεία του εγκεφάλου σε νεότερους ανθρώπους» τόνισε.
Η ποιότητα του ύπνου στα 30 και στα 40 μπορεί να έχει μακροπρόθεσμο αντίκτυπο
Σύμφωνα με μια προηγούμενη μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο στο «Neurology», τα άτομα που αντιμετωπίζουν διαταραχές ύπνου στα 30 και στα 40 τους είναι πιο πιθανό να έχουν προβλήματα μνήμης και γνωστικής λειτουργίας αργότερα στη ζωή τους.
Οι ερευνητές εξέτασαν τις συνήθειες και τη διάρκεια ύπνου 526 ατόμων– με μέση ηλικία τα 40 στην αρχή της μελέτης- τα οποία παρακολούθησαν για 11 χρόνια. Οι συμμετέχοντες κατέγραψαν τις συνήθειες ύπνου τους σε ένα ημερολόγιο και απάντησαν σε μια έρευνα για την ποιότητα του ύπνου τους. Στη συνέχεια, οι ερευνητές βαθμολόγησαν την ποιότητα ύπνου των συμμετεχόντων από 0 έως 21, με τις υψηλότερες βαθμολογίες να υποδεικνύουν περισσότερα προβλήματα στην ποιότητα του ύπνου. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες ολοκλήρωσαν μια σειρά από τεστ μνήμης και σκέψης.
Αφού έλαβαν υπόψη τους την ηλικία, το φύλο, τη φυλή και το επίπεδο εκπαίδευσης, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα με τα περισσότερα προβλήματα ύπνου είχαν πάνω από διπλάσιες πιθανότητες να παρουσιάσουν γνωστική έκπτωση αργότερα στη ζωή τους, σε σχέση με τα άτομα που είχαν λιγότερα. Διαπίστωσαν επίσης ότι η διάρκεια και η ποιότητα του ύπνου που ανέφεραν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες δεν σχετίζονταν με τη γνωστική λειτουργία στη μέση ηλικία.
ΠΗΓΗ: Medical News Today