Η συνάντηση Γεραπετρίτη-Φιντάν είναι ένας ακόμα σταθμός στην εν εξελίξει ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση, για το περιεχόμενο της οποίας ελάχιστα έχουν διαρρεύσει.
Του Σταύρου Λυρερού
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επαναλαμβάνει ότι είναι διατεθειμένη να διαπραγματευθεί μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, ενώ η Άγκυρα έχει καταστήσει σαφές πως αποδέχεται τη Χάγη μόνο εάν σ’ αυτήν παραπεμφθούν όλα τα προβλήματα, δηλαδή και οι τουρκικές μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις.
Η Αθήνα ισχυρίζεται ότι στόχος της διαπραγμάτευσης είναι η υπογραφή συνυποσχετικού με σκοπό οι δύο χώρες να παραπέμψουν τη διαφορά τους για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ στη Χάγη. Το ερώτημα εάν η Ελλάδα πρέπει ή όχι να πάει στη Χάγη είναι απολύτως παραπλανητικό. Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι “ναι ή όχι στη Χάγη”, αλλά το με ποιους όρους θα γίνει η παραπομπή. Προσωπικά συμφωνώ απολύτως με την παραπομπή, υπό την προϋπόθεση ότι το συνυποσχετικό θα ζητάει από το Διεθνές Δικαστήριο αποκλειστικά και μόνο να οριοθετήσει ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα χωρίς όρους και με βάση το ισχύον διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο έχουν υπογράψει όλες οι χώρες του κόσμου εκτός της Τουρκίας και 1-2 ακόμα. Κι αν απαιτείται συνυποσχετικό, απαιτείται επειδή η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Τι είναι αυτό που έχει μέχρι τώρα εμποδίσει την παραπομπή στη Χάγη; Την εμποδίζουν οι όροι που θέτει η Άγκυρα: Απαιτεί να παραπεμφθούν στη Χάγη όχι μόνο η νομική διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, αλλά –όπως προανέφερα– το σύνολο των τουρκικών μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων. Μεταξύ αυτών είναι και οι περιβόητες “γκρίζες ζώνες”, όπως και η απαίτηση για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Οι Τούρκοι, μάλιστα, χρησιμοποιούν τον όρο “παρεμπίπτοντα ζητήματα“.
Ας σημειωθεί ότι η Ελλάδα δηλώνει (τουλάχιστον μέχρι τώρα) ότι δεν είναι διατεθειμένη να θέσει στην κρίση ξένων δικαστών, οι οποίοι υπόκεινται και σε πολιτικές επιρροές, δύο ζωτικής εθνικής σημασίας θέματα, τα οποία και έχει εξαιρέσει από τη δικαιοδοσία που έχει αναγνωρίσει στο Διεθνές Δικαστήριο (η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του συνολικά):
- Το πρώτο είναι εάν οι 156 νησίδες (και κατοικημένα νησιά, όπως οι Οινούσσες, Φούρνοι, Αγαθονήσι κ.α.), που η Άγκυρα παλαιότερα χαρακτήριζε “γκρίζες ζώνες” και τώρα τις θεωρεί “τουρκικές νησίδες υπό ελληνική κατοχή”, θα παραμείνουν στην ελληνική επικράτεια, ή θα παραδοθούν στην Τουρκία! Είναι προφανές πως από την παραπομπή στη Χάγη των “γκρίζων ζωνών”, η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει, ενώ η Τουρκία μόνο να κερδίσει, αφού στο τραπέζι προς “μοιρασιά” είναι μόνο ελληνικές νησίδες. Γι’ αυτό και η Ελλάδα έχει εξαιρέσει από τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου τα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας.
- Το δεύτερο εθνικής σημασίας θέμα είναι η τουρκική απαίτηση τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου να αποστρατιωτικοποιηθούν. Εάν, όμως, αποστρατιωτικοποιηθούν (ολοσχερώς ή μερικώς), θα καταστούν απολύτως ευάλωτα, με αποτέλεσμα η Ελλάδα συνολικά να μετατραπεί σε όμηρο της Άγκυρας.
Η Χάγη και η σφραγίδα της
Ενδεχομένως η Τουρκία να μην επιμείνει προσωρινά στις δύο παραπάνω απαιτήσεις της, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι διατεθειμένη να τις εγκαταλείψει, όπως έχει πει στις παλαιότερες διερευνητικές εντολές, αλλά και στις τωρινές επίσημες δηλώσεις. Οι όροι για να τις θέσει σε δεύτερο πλάνο είναι το συνυποσχετικό, που θα συνυπογράψει με την Ελλάδα για την παραπομπή στη Χάγη, όχι μόνο να υποδεικνύει στο Διεθνές Δικαστήριο τον τρόπο που θα οριοθετήσει υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ, αλλά στην πραγματικότητα να το καλεί να βάλει τη σφραγίδα του σε μία προσυμφωνημένη από τη διμερή διαπραγμάτευση οριοθέτηση, η οποία να γίνει με όρους που παρακάμπτουν το Δίκαιο της Θάλασσας. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύεται από τα πρακτικά των προ 20ετίας διερευνητικών επαφών. Οι δύο πλευρές διαπραγματεύονταν όχι μόνο τη μέθοδο με βάση την οποία θα οριοθετήσει το Διεθνές Δικαστήριο, αλλά ουσιαστικά και τον χάρτη της οριοθέτησης.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ανάγκη τη σφραγίδα της Χάγης ουσιαστικά για να περάσει την όποια συμφωνία στην ελληνική κοινή γνώμη, αφού θα ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να εναντιωθεί στη διεθνή νομιμότητα(!), ενώ στην πραγματικότητα θα είναι αυτή που θα έχει προσυμφωνήσει με την Άγκυρα πως θα οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ. Ας σημειωθεί ότι το Δικαστήριο δεν έχει πρόβλημα εάν οι δύο πλευρές συμφωνούν. Στο σημείο αυτό θα αναρωτηθεί ο καλόπιστος αναγνώστης: Γιατί είναι κακό να συμφωνήσουν οι δύο κυβερνήσεις πως θα οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ. Θεωρητικά δεν είναι καθόλου κακό. Όπως, όμως, έχει ξεκάθαρα φανεί από τις μέχρι τώρα ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις, για να συνυπογράψει συνυποσχετικό η Άγκυρα θέτει ως όρο το συνυποσχετικό να παρακάμπτει τα δικαιώματα, τα οποία παρέχει το διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας στην Ελλάδα στο ζήτημα της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας!
Για τους παραπάνω λόγους, το δίλημμα “ναι ή όχι στη Χάγη”, που συχνά ακούμε στα ΜΜΕ αλλά και στην πολιτική σκηνή, είναι απολύτως παραπλανητικό. Εάν η Τουρκία δεχθεί ένα συνυποσχετικό, το οποίο να ζητάει από το Διεθνές Δικαστήριο να οριοθετήσει με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και βεβαίως χωρίς να παρεμβάλει εδαφικές διεκδικήσεις σε νησιά, τότε η Ελλάδα δεν έχει κανένα μα κανένα πρόβλημα, ακόμα κι αν το Διεθνές Δικαστήριο δεν εφαρμόσει παντού την αρχή της μέσης γραμμής.
Αλλάζουν, όμως, ριζικά τα πράγματα, εάν η όποια κυβέρνηση χρησιμοποιήσει τη Χάγη σαν όχημα για να περιβάλει με μανδύα “διεθνούς νομιμότητας” εθνικές υποχωρήσεις που θα έχει κάνει(;) πριν την προσφυγή υπό το κράτος της τουρκικής (και αμερικανικής;) πίεσης. Η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να πάει στη Χάγη, έχοντας εκ των προτέρων παραιτηθεί μέσω του συνυποσχετικού από νόμιμα δικαιώματά της. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι “ναι ή όχι στη Χάγη”, αλλά οι όροι παραπομπής.
Εξαγορά της ύφεσης
Αν η Τουρκία θεωρεί ότι αδικείται από το σημερινό εδαφικό καθεστώς και πιστεύει ότι το Αιγαίο είναι μία ειδική θάλασσα, για την οποία πρέπει να μην ισχύσουν οι γενικοί κανόνες του Δικαίου της Θάλασσας, ας αναγνωρίσει κι αυτή τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου κι ας παραπέμψει τις διεκδικήσεις της εκεί. Μέχρι τότε είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε με τον κακό γείτονα και να τον χειριζόμαστε όσο καλύτερα μπορούμε. Το κρίσιμο ερώτημα είναι που αποσκοπεί ο Μητσοτάκης: Ψάχνει τρόπο να εξαγοράσει με τις μικρότερες εθνικές υποχωρήσεις την ύφεση στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, ώστε να μην “σκάσει” κρίση στη διάρκεια της θητείας του; Ή επιδιώκει μία συμφωνία με την Άγκυρα για να λύσει το πρόβλημα;
Κατηγορηματική απάντηση δεν μπορώ να δώσω. Το επόμενο διάστημα θα δείξει. Εάν ισχύει το πρώτο, έχουμε ήδη το δείγμα γραφής με τον χειρισμό του περιστατικού στην Κάσο. Εάν ισχύει το δεύτερο, τότε δεν εγείρονται μόνο ζητήματα κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και μείζονα ζητήματα κυριαρχίας και εθνικής ασφάλειας. Γι’ αυτά, όμως, θα μιλήσουμε σε επόμενο άρθρο. Μέχρι τότε, αξίζει να υπογραμμισθεί πως ακόμα κι αν η Αθήνα προβεί σε εθνικές υποχωρήσεις, η όποια ύφεση θα είναι προσωρινή. Η Άγκυρα έχει ξεκαθαρίσει και στα λόγια και εμπράκτως πως δεν πρόκειται να παραιτηθεί από καμία από τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της (“γκρίζες ζώνες”, αποστρατιωτικοποίηση κλπ). Μπορεί να τις βάλει για λίγο στο ράφι για να κατοχυρώσει ενδιάμεσα κέρδη της, αλλά στη συνέχεια να επανέλθει στις γνωστές πρακτικές της.