Γεννήθηκε στην τότε Ανατολική Ρωμυλία. Ήταν το 1910. Στα 13 της είχε μείνει ορφανή από γονείς. Η ίδια δεν μπόρεσε να κάνει ποτέ οικογένεια.
Πέρασε την παιδική της ηλικία και το τέλος της ζωής της μόνη. Και στο ενδιάμεσο βρήκε έναν γιο. Αυτή ήταν η ηθοποιός Μαίρη Μεταξά.
Πρόκειται για μια ηθοποιό που κατ΄όνομα την θυμούνται μόνο πολύ μεγάλοι ηλικιακά. Αλλά μόλις δεις το πρόσωπό της, τότε το συνδέεις με το όνομα.
Έμεινε στη μνημή του κοινού ως η Πολίτισσα μάνα του Βουτσά από την ταινία Νύχτα Γάμου. Η εικόνα της εμφανίζεται πάντοτε με τον Βουτσά κάπου στο πλάι της. Η καριέρα της ως ηθοποιός στο σινεμά, ήταν ένα preview από το τελείωμα της, στο οποίο πάλι υπήρχε μόνο ο Κώστας Βουτσάς.
Η Μαίρη Μεταξά ξεκίνησε να δουλεύει σε θεατρικά μπουλούκια στα 13-14 της, όταν παράτησε τις Καλόγριες, όπου μαθήτευε. Σε αυτό το διάστημα είχε εκφράσει και ένα πάθος για το μπαλέτο και γρήγορα διέπρεψε ως μπαλαρίνα.
Αυτό ήταν το διαβατήριό της για το μουσικό θέατρο και συνολικά για το θέατρο, στο οποίο είχε μικρούς ως μεσαίους ρόλους κάθε χρόνο. Δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει το βήμα παραπάνω ως όνομα, αλλά δεν την ένοιαζε ποτέ. Την ένοιαζε να ζει αξιοπρεπώς, να μπορεί να βγάζει τα προς το ζην.
Γι΄αυτό και κάποια στιγμή, πριν εμφανιστεί ο κινηματογράφος στη ζωή της, ήταν κοντά στη σύνταξη και για να εξασφαλίσει μερικά ακόμα ένσημα, έπιασε δουλειά στην Πρόνοια του Δήμου Αθηναίων, προκειμένου και να συμπληρώνει το εισόδημα της.
Από την θεατρική της πορεία υπάρχει και ιστορία-δείγμα του πόσο ταπεινή ήταν και πόσο έβλεπε την υποκριτική ως ένα επάγγελμα κι όχι ως τη λάμψη που αποτελούσε για άλλους.
Τη δική της ανακάλυψη, μαζί με του Κώστα Βουτσά, την έκανε η θιασάρχης Καλή Καλό, η οποία έχει αποφασίσει να χτίσει έναν θίασο και σε αυτόν να βάλει την καρατερίστα Γκόλφω Μπίνη.
Μια μέρα όμως, εμφανίζεται στο σπίτι της γονυπετής και με παρακαλετά η Μαίρη Μεταξά και την ικετεύει να την συμπεριλάβει στον θίασο για να συμπληρώσει τρεις μήνες για τη σύνταξή της.
«Δεν έχω κανέναν άλλο στον κόσμο, θα πεθάνω, αν δε με βοηθήσεις!», της είπε.
«Λέγομαι Μαίρη Μεταξά. Δεν είμαι γνωστή ηθοποιός και μου λείπουν τρεις μήνες να συμπληρώσω τα ένσημά μου για να πάρω τη σύνταξή μου. Σε παρακαλώ παιδί μου, θα κάνεις μεγάλο ψυχικό αν με πάρεις. Και από μένα, ό,τι θέλεις. Να σου σιδερώνω, να σου πλένω! Θα κάνω ό,τι μπορώ»!
Μετά απ΄αυτό, η Καλό της εξηγεί πως δεν γίνεται να αθετήσει τη συμφωνία με τη Μπίνη. Η Μεταξά της λέει πως η Μπίνη δεν έχει ανάγκη τα λεφτά και λόγω του ότι είναι πιο γνωστή, θα βρει εύκολα αλλού δουλειά. Έτσι, η Καλό ζητάει από τη Μπίνη να ακυρώσουν τη συμφωνία τους και η Μπίνη με περίσσια καλοσύνη κάνει πίσω για χάρη της Μεταξά.
Λίγο αργότερα, σε μια παράσταση-επιθεώρηση των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, το Πάρε Κόσμε, η Μαίρη Μεταξά εμφανιζόταν σε ένα νούμερο χωρίς να λέει τίποτα.
Όπως είχε αποκαλύψει ο Βουτσάς, μια μέρα πάει η Μεταξά στον Σακελλάριο και του ζητάει να της βάλουν έστω μια ατάκα. Φωνάζει τότε τον Γιαννακόπουλο ο Σακελλάριος και του εξηγεί τι γίνεται στο σκετς αυτό. Κι ο Γιαννακόπουλος, καπνίζοντας και πίνοντας ουίσκι, γυρίζει και του απαντά «Ε, μπαίνοντας ας πει ένα “No”».
Κάτι τέτοια είχαν δημιουργήσει για τη Μεταξά την εικόνα μιας αξιαγάπητης γυναίκας που αν τη γνώριζες, δεν ήθελες να την αφήσεις από κοντά σου. Και ο Βουτσάς και ο Δαλιανίδης αργότερα κινηματογραφικά, την είχαν πάντοτε στις σκέψεις τους.
Ο κινηματογράφος ήρθε για τη Μαίρη Μεταξά στα 48 της χρόνια και για 15-16 χρόνια ήταν πάντοτε το βασικό της εισόδημα.
Οι περισσότερες ταινίες της ήταν με τον Βουτσά ως γιο της ή γαμπρό της, όπως στο 20 Γυναίκες Κι Εγώ, και έφτασε να τον θεωρεί πραγματικό παιδί της κι εκείνος να την φροντίζει ως μαμά του.
Στη ζωή της δεν είχε κανέναν. Μόνη της συντροφιά το τσιγάρο της και η τράπουλα. Λόγω της συνήθειας που υπήρχε στα μπουλούκια και τους θιάσους, έπαιζε φανατικά κουμκάν. Σύζυγο δεν απέκτησε, παιδιά δεν έκανε, έμενε στην οδό Καλύμνου και δεν είχε και πολλές φιλίες. Ή, τουλάχιστον, δεν επιβίωσαν πολλές για να τη συντροφεύσουν ως το τέλος της ζωής της.
Στα 65 της είχε πια ξεχαστεί και επαγγελματικά και προσωπικά, με τον Βουτσά να παραμένει δίπλα της. Η Μαίρη Μεταξά δεν τη φοβόταν τη δουλειά και δεν δίστασε να δουλέψει ακόμα και ως παραδουλεύτρα.
Δεν έχανε ποτέ το ηθικό της. Όποτε έβλεπε κάποιον να γράφει κάποιο έργο, πάντοτε γύριζε να τον ρωτήσει αν θα γράψει τίποτα και για εκείνη.
Καθώς όλοι την έμαθαν με αυτή την ευτραφή μορφή, σε τέτοια ηλικία, θεωρήθηκε αφελώς πως η Μαίρη Μεταξά ήταν πάντοτε έτσι, ότι γεννήθηκε 60αρα τσουπωτή και καλοσυνάτη φιγούρα. Κι όμως, στα νιάτα της, πάντοτε με τα δεδομένα της εποχής, είχε υπάρξει ποθητή γυναίκα.
Μάλιστα, ανάμεσα στις κατακτήσεις της ήταν και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με τον οποίο είχαν γνωριστεί όταν ήταν φοιτητής στη Νομική και ήταν μια κατάκτηση που την περηφανευόταν. Γι΄αυτό και την αφιέρωσή του σε μια φωτογραφία της με μαγιό, την είχε σε περίοπτη θέση στο σπίτι της.
«Μαιρούλα θα σ’ αγαπώ πάντα. Ο Κώστας σου», έγραφε.
Το τέλος της ζωής της γράφτηκε σκληρά. Ο Κώστας Βουτσάς την μεταφέρει στο νοσοκομείο κατόπιν δικής της απαίτησης και για ένα διάστημα αρκετών ετών την επισκέπτεται και ακούει τα σχολιανά του σαν γιος της, αν περάσει μέρα που δεν πάει να την δει.
Εκείνος το απολαμβάνει, χαίρεται με αυτή τη σχέση, αυτή την αγάπη.
Η Μαίρη Μεταξά δεν είχε διστάσει σε μια σπάνια συνέντευξή της να πει ανοιχτά πόση μοναξιά ένιωθε.
Τελικά το 1991 υπέκυψε στα σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα, καθώς έπασχε από χρόνια αποφρακτική ανεπάρκεια, και πέθανε.
Στην κηδεία της, στον επικήδειο λόγο της ακούστηκε η φράση «Έφυγες τυλιγμένη στη μοναξιά. Αλλά ο θάνατος στην εποχή μας θέλει δημόσιες σχέσεις» διά στόματος Αρτέμη Μάτσα.
Αυτός ίσως ήταν ο λόγος που έμεινε εκτός δουλειάς. Ότι έδειχνε με μεγάλη ειλικρίνεια την ανάγκη της, ακόμα και την απελπισία της. Κι αυτό δυσκολεύει τους ανθρώπους.