Κάποια μέρα γινότανε λόγος σε ένα σπίτι για τον θάνατο. Οι περισσότεροι ενοχλήθηκαν.
Μια κυρία όμως φαινόταν εντελώς ήρεμη και γαλήνια. «Εσύ γιατί δεν φοβάσαι;» την ρώτησαν. Και εκείνη διηγήθηκε την εξής ιστορία.
«Όταν ήμουν μικρό κοριτσάκι είχαμε πάει με την μητέρα μου σε ένα χωράφι. Εκεί χοροπηδώντας και παίζοντας ενόχλησα κάτι μέλισσες και μια επιτέθηκε να με τσιμπήσει. Εγώ τότε έβαλα τις φωνές και έτρεξα στη μητέρα μου.:
-«Σώσε με», της είπα. «Με έφαγε!»
– «Έννοια σου, παιδάκι μου στάσου εσύ ακίνητη». Κούνησε η μητέρα μου το χέρι της μπροστά από την μέλισσα και η μέλισσα ερεθισμένη πήγε και τσίμπησε το χέρι της μητέρας. Και είδα πάνω στο χέρι της μητέρας μου βγαλμένο το κεντρί της μέλισσας, που ήταν για μένα. Εγώ είχα ερεθίσει το μελίσσι. Εμένα έπρεπε να τσιμπίσει. Αλλά η μητέρα μου το προκάλεσε και πήγε και τσίμπησε το χέρι της. Και τότε εκείνη μου είπε:
-Ναι παιδάκι μου. Εσύ έκανες το κακό. Για σένα ήταν το δηλητήριο. Αλλά εγώ επειδή είσαι παιδί μου και σε αγαπάω, προτίμησα να τσιμπίσει εμένα και να νιώσω εγώ τον πόνο από το κεντρί του.
Έτσι κι εσύ να θυμάσαι σε όλη σου τη ζωή ότι όλοι εμείς οι άνθρωποι με τα έργα μας ερεθίζουμε το κεντρί του θανάτου και του Άδου (που λέει ο απόστολος).
Αλλά ήλθε ο Κύριος μας ο Ιησούς Χριστός και στάθηκε μπροστά και τον «ετσίμπησε» Εκείνον το «κέντρον» του θανάτου και του άδου. Και κατήργησε την οριστική θανατηφόρο δράση του.
Και έτσι εμείς έχουμε την ελπίδα της Βασιλείας του Θεού και της αιώνιας ζωής. Από τότε λοιπόν που έβαλα μέσα στην καρδιά μου ότι εκείνο που έπρεπε να «πληρώσουμε», εμείς εξαιτίας των αμαρτιών μας το «πλήρωσε» ο Χριστός επάνω στο Σταυρό, έχω στην σκέψη του θανάτου απόλυτη γαλήνη.
Και παρακαλώ τον Κύριο να με ελεήσει και να με πάρει κοντά του»