Εκρηκτική αύξηση, κατέγραψαν πέρυσι οι συναλλαγές με πλαστικό χρήμα και αυτό, σύμφωνα με την έκθεση Χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που εξέδωσε η Τράπεζας της Ελλάδος, οφείλεται από τη μια στην τακτικότερη χρήση των καρτών ή άλλων ψηφιακών καναλιών από τους πολίτες για αγορές αγαθών ή παροχής υπηρεσιών και από την άλλη στην επέκταση της υποχρεωτικής σύνδεσης των ταμειακών μηχανών και των POS από την πλειονότητα των επιχειρήσεων και των ελευθέρων επαγγελματιών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ το 2024 ο συνολικός αριθμός των συναλλαγών με πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες αυξήθηκε κατά 14%, ενώ η συνολική τoυς αξία κατά 9% φτάνοντας τα 112 δισ. ευρώ από 102 δισ. ευρώ που ήταν το 2023.
Επίσης ακόμη μεγαλύτερη εμφανίζεται η αύξηση των συναλλαγών μόνο με χρεωστικές κάρτες η οποία έφτασε το 14% με 2,325 δισεκατομμύρια συναλλαγές το 2024. Ο μέσος αριθμός συναλλαγών ανά χρεωστική κάρτα αυξήθηκε σε 134 συναλλαγές από 115 συναλλαγές το 2023. Οι χρεωστικές κάρτες συμμετέχουν με ποσοστό 93% στο συνολικό αριθμό των συναλλαγών με όλα τα είδη καρτών πληρωμών.
Μεγάλη αύξηση κατέγραψε και ο αριθμός των συναλλαγών με πιστωτικές κάρτες κατά 10%, ο οποίος ανήλθε σε 186 εκατ., από 168 εκατ. το 2023, ενώ το ποσοστό συμμετοχής τους στο συνολικό αριθμό συναλλαγών ανήλθε σε 7%.
Ο μέσος αριθμός συναλλαγών ανά κάρτα το 2024 αυξήθηκε κατά 14% σε 122 συναλλαγές, από 107 συναλλαγές το 2023.
Η μέση αξία συναλλαγών ανά κάρτα αυξήθηκε κατά 10% σε 5.468 ευρώ, από 4.947 ευρώ το 2023. Η μεταβολή οφείλεται κυρίως στην αύξηση της μέσης αξίας συναλλαγών ανά χρεωστική κάρτα κατά 12% σε 6.002 ευρώ, από 5.365 ευρώ το 2023. Η μέση αξία συναλλαγών ανά πιστωτική κάρτα αυξήθηκε κατά 2% σε 2.616 ευρώ, από 2.547 ευρώ το προηγούμενο έτος.
Τέλος να σημειωθεί ότι με βάση τα στοιχεία της έκθεσης της ΤτΕ η μέση αξία ανά συναλλαγή τόσο των χρεωστικών όσο και των πιστωτικών καρτών μειώθηκε ακόμη περισσότερο φτάνοντας τα 44 ευρώ, από 46 ευρώ το 2023 (μεταβολή -3,7%). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι χρεωστικές η πιστωτικές κάρτες χρησιμοποιούνται ακόμη και για αγορές προιόντων και υπηρεσιών χαμηλής αξίας.