1. Κωστής Παλαμάς, “Ελένη”
  2. Άγγελος Σικελιανός, “Ύμνος στην Ελένη”
  3. Γιώργος Σεφέρης, «Ελένη»
  4. Γιάννης Ρίτσος, «Η Ελένη» (απόσπασμα)
  5. Τάκης Σινόπουλος, “Ποίημα για την Ελένη”
  6. Οδυσσέας Ελύτης, “Ελένη”
  7. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, “Παρθένος Ελένη”
  8. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Παλινωδία»
  9. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, “Στο παλάτι του Πρωτέα”
  10. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, “Ελένη”
  11. Γιάννης Υφαντής, “Τα αίτια του Τρωικού Πολέμου”
  12. Ελένη Καρασαββίδου, “Για ένα πουκάμισο γεμάτο”

The Abduction of Helen (Capitoline Museu) oil on canvas 1662

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, “ΕΛΕΝΗ”

Είμ’ η Ελένη· από του Ήλιου
την πηγή χυμένη εγώ,
το χρυσόνειρο είμαι του Ήλιου
και στον Ήλιο, εκεί γυρνώ·
γύρω μου, όχι· σε είδωλό μου
θεόπλαστο ολοζωντανό
θεοί και ήρωες γύρω αψήφησαν
πόλεμο και χαλασμό.
Όχι εμένα! Τον υπέρκαλο
νυχτανεβασμένο ίσκιο μου
σε γη και ώρα στοιχειωμένη
πήρε ταίρι ο γόης Κιμμέριος·
είμ’ η ανέγγιχτη κ’ η αχάλαστη,
κ’ η άφταστη. Και είμ’ η Ελένη.

flat,550x550,075,f

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΗ

(ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ)

Απ᾽ τα βαθιά του θέμελα πλέριο τραντάζει το όρος
Κι ως των Μυστήριων τ᾽ άρρητα το μένος σαν ξεσπά
τρεκλίζει ο κισσοστέφανος, χορεύει ο θυρσοφόρος
και των οργίων το τύμπανο σαν θεού καρδιά χτυπά
αιφνίδια, χαλκογόνατη τριγύρα μου μια νιότη
μες του βουνού τ᾽ αδιάκοπο βαθύ μουκανητό
προβαίνει μ᾽ αναπάντεχη γαλήνη και λαμπρότη
μ᾽ ένα τραγούδι ανάλαφρο, ψιλό, συγκρατητό!

Διαβάστε το υπόλοιπο ποίημα εδώ.

Oleg Cassini

Oleg Cassini

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

“ΕΛΕΝΗ”

(ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Γ’, 1955)

ΤΕΥΚΡΟΣ
ες γην εναλίαν Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.
……………………………………………………..
ΕΛΕΝΗ
Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ’ , αλλ’ είδωλον ήν.
…………………………………………………….
ΑΓΓΕΛΟΣ:
Τι φής;
Νεφέλης άρ’ άλλως είχομεν πόνους πέρι;
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ
 
“Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες”.
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
σύ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες. δε θα τολμούσα να πω φιλήματα.
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
“Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες”.
Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών.
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη.
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να ‘βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Πού είναι η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης.
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους-ποιος θα το ‘λεγε-η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:
“Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια” φώναζε.
“Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία”.
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα
ατόφιο.
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια .
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;
“Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες”.
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι Δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

Jacopo Guarana (1720-1808), "Πάρις και Ελένη"

Jacopo Guarana (1720-1808), “Πάρις και Ελένη”

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

“Η ΕΛΕΝΗ” (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

(ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ, 1972)

Ναι, ναι, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω
να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ το καλοκαίρι∙
σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες — κάτι θέλουν να πουν, — ανοησίες. Η μια τους
έχει βγει κιόλας έξω απ’ το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τους κρίκους,
να φύγει πάνω απ’ τα δέντρα, — ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει
ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού — μα το σπίτι αντιστέκεται μ’ όλες τις γωνιές του
και μαζί του κ’ εγώ, παρ’ ότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη
απ’ τούς νεκρούς μου κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου κι αυτή μου η αντίσταση,
ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο δικό μου — ο δεσμός μου
με τούτο το κρεβάτι, με τούτη την κουρτίνα∙ — είναι κι ο φόβος μου, σα να κρατιέμαι
ολόσωμη απ’ αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα πού φοράω στο δείχτη.
Αυτή την πέτρα περιεργάζομαι τώρα, σε απέραντες ώρες, μέσα στη νύχτα —
μαύρη, χωρίς ανταύγειες — μεγαλώνει, μεγαλώνει, γεμίζει
μαύρα νερά, — τα νερά πλημμυρίζουν, ψηλώνουν βουλιάζω,
όχι στον κάτω βυθό, σ’ έναν επάνω βυθό∙ από κει πάνω
διακρίνω χαμηλά την κάμαρά μου, εμένα, τη ντουλάπα, τις δούλες
να διαπληκτίζονται άφωνες  βλέπω τη μια ανεβασμένη
σ’ ένα σκαμνί να καθαρίζει το τζάμι απ’ τη φωτογραφία τής Λήδας
με ύφος τραχύ, εκδικητικό∙ βλέπω το ξεσκονόπανο ν’ αφήνει
μιαν ουρά σκόνη από λεπτές φυσαλίδες πού ανεβαίνουν και σπάζουν
με σιωπηλό μουρμουρητό γύρω στους αστραγάλους μου ή στα γόνατά μου.
Βλέπω κ’ εσένα μ’ ένα πρόσωπο εμβρόντητο, αμήχανο, τεθλασμένο
απ’ τις αργές κινήσεις του μαύρου νερού, — πότε φαρδαίνει, πότε επιμηκύνεται το
πρόσωπό σου
με κίτρινες ραβδώσεις. Τα μαλλιά σου σαλεύουν προς τα πάνω
σαν ανάστροφη μέδουσα. Μα υστέρα λέω: «είναι μονάχα μια πέτρα,
μια μικρή, πολύτιμη πέτρα». Όλο το μαύρο συστέλλεται τότε,
στεγνώνει κ’ εντοπίζεται σ’ έναν ελάχιστο κόμπο, — τον νιώθω εδώ,
λίγο πιο κάτω απ’ το λαρύγγι μου. Και να με πάλι
στην κάμαρά μου, στο κρεβάτι μου, πλάι στα γνωστά μου φιαλίδια
που με κοιτούν ένα – ένα κατανεύοντας∙ — είναι οι μόνοι βοηθοί μου
στην αγρύπνια, στο φόβο, στη θύμηση, στη λησμοσύνη, στο άσθμα.
Εσύ τι κάνεις; Είσαι πάντα στο στρατό; Να προσέχεις. Μη σκοτίζεσαι τόσο
για ηρωισμούς, για αξιώματα και δόξες. Τι να τα κάνεις; Σου βρίσκεται ακόμα
κείνη η ασπίδα όπου είχες χαραγμένη τη μορφή μου; Ήσουν αστείος
με την ψηλή σου περικεφαλαία και τη μεγάλη της ουρά, — τόσο νέος,
τόσο συνεσταλμένος, σα να ‘χες κρυμμένο το ωραίο πρόσωπό σου
στα πισινά πόδια ενός αλόγου κ’ ή ουρά του κρεμόταν ως κάτω
στη γυμνή ράχη σου. Μη θυμώνεις ξανά. Μείνε λιγάκι ακόμα.
Πέρασε πια ό καιρός των ανταγωνισμών στερέψανε οι επιθυμίες
ίσως μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε μαζί το ίδιο σημείο της ματαιότητας
όπου, θαρρώ, πραγματοποιούνται οι μόνες σωστές συναντήσεις — έστω αδιάφορες,
μα πάντα πραϋντικές — ή νέα κοινότητα μας, έρημη, ήσυχη, άδεια,
χωρίς μετακινήσεις κι αντιθέσεις, — ν’ αναδεύουμε μόνο τη στάχτη στο τζάκι,
φτιάχνοντας πότε – πότε με τη στάχτη ψηλόλιγνες, ωραίες τεφροδόχες,
ή, καθισμένοι κατάχαμα, να χτυπάμε το χώμα με άηχες παλάμες.
Λίγο – λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία τους, αδειάσαν άλλωστε
μήπως είχαν ποτέ τους καμιά σημασία; — χαλαρωμένα, κούφια
εμείς τα γεμίζαμε με άχυρο ή πίτουρο, να πάρουν σχήμα,
να πυκνώσουν, να στεριώσουν, να σταθούν, — τα τραπέζια, οι καρέκλες,
τα κρεβάτια πού πάνω τους πλαγιάζαμε, τα λόγια — πάντοτε κούφια
σαν τα πανένια σακούλια, σαν τις λινάτσες των έμπορων —
απ’ έξω κιόλας ξεχωρίζεις τα προϊόντα πού περιέχουν
πατάτες ή κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι, μύγδαλα ή αλεύρι.
Καμιά φορά, πιάνεται το τσουβάλι σε μιά πρόκα στη σκάλα
ή στο γάντζο μιας άγκυρας κάτω στο λιμάνι, γίνεται μιά τρύπα,
ξεχύνεται το αλεύρι — ένα ανόητο ποτάμι. Το τσουβάλι αδειάζει.
Το αλεύρι το μαζεύουν οι φτωχοί με τις φούχτες τους, να φτιάξουν
τίποτα πίττες ή κουρκούτι. Το τσουβάλι σωριάζεται. Κάποιος
το σηκώνει απ’ τις δυο κάτω γωνιές του- το τινάζει στον αέρα-
ένα σύννεφο άσπρη σκόνη τον τυλίγει- ασπρίζουν τα μαλλιά του-
ασπρίζουν προπάντων τα φρύδια του. Οι άλλοι τον κοιτάζουν.
Τίποτα δεν καταλαβαίνουν περιμένουν ν’ ανοίξει το στόμα, να μιλήσει.
Αυτός δε μιλάει. Διπλώνει το τσουβάλι στα τέσσερα- φεύγει
έτσι άσπρος, ανεξήγητος, αμίλητος, σα μεταμφιεσμένος
σαν ένας λάγνος γυμνός σκεπασμένος μ’ ένα σεντόνι,
ή σαν πανούργος νεκρός, αναστημένος μες στα σάβανα του.
[…]

Σχολή της Φερράρας, "Η αρπαγή της Ελένης"

Σχολή της Φερράρας, “Η αρπαγή της Ελένης”

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

“ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ”

(ΕΛΕΝΗ, 1957)

Ωραία εσύ η ανείδωτη
μέσα στον ουρανό του ποιήματος
καυτερή θρησκεία γυναίκα αγέρινη,
ντυμένη χαραυγές ένα άστρο σύμβολο
με τ’ όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.
Ωραία εσύ
νυχτερινή του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο
από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ’ αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που κάψανε μ’ οράματα τα χρόνια μου. Ω ποτέ
ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού
στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο.
Σε περιμένω.
Κοίταξε, σου ‘φερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά
πετράδια από τη θάλασσα
ήλιους και φύλλα σου ‘φερα, κατηφοριές κι ανέμους
καλάμια από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα
και καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά.
Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα
γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο
του κόσμου παραμόνεψα. Σε περιμένω.
Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ’ το λυχνάρι μου
κι όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ’ τη δική σου δύναμη.
Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι εσένα και τη βλάστηση
γεύομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ’ τη δική μας γη,
προπάντων χώμα χώμα Ελένη.
Και τούτο τ’ ονομάζω προσμονή. Η γέννηση του ποιήματος.
Τάχα θα’ ρθείς;
Μια νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω,
όταν ο χρόνος θα ‘ναι ακίνητος από τα θαύματα,
στεφανωμένη υποταγή κι ανάσταση τρεμάμενη;
Μες στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε
σάμπως σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών
κατάμεστη από σταλαχτίτες – ποιήματα
και τάχα θα μιλήσουμε θα κοιταχτούμε
λουλουδισμένοι κι άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά
να ζωντανεύει και να γίνεται
ξανά ένα ρόδο πορφυρό ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη
τάχα θα σμίξουμε άλλη μια φορά
μια νύχτα που η σιωπή θα ‘ναι μια απέραντη σιωπή
εγώ γεμάτος διάστημα
εσύ γεμάτη μ’ άστρα
πάντα άφθαρτη παρθένα ανέγγιχτη
μεταρσιωμένη;

cf80cf81cebfcf84cebfcebcceae-cf84ceb7cf82-cf89cf81ceb1ceafceb1cf82-ceb5cebbceadcebdceb7cf82_antonio-canova

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

«ΕΛΕΝΗ»

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός;
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα;
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
κι είμαστε – σα να πέρασε μέσα μας η ομίχλη –
μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.
Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούργια οδύνη.
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας.
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο σου ως τον ήλιο
λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι.
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ’ αντιμετωπίσουμε
παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
ένα θολό συναίσθημα
η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας
που όσο παν κι απομακρύνονται.
Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
το φως στον άσπιλο ουρανό
κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα.
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως.
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
που δε βλέπει τίποτε
γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα του μεγάλου
ρολογιού στον τοίχο
γιατί έγινε κιόλας
ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα και λόγια.
Λόγια όχι σαν τ’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν : Εσένα!

Fiona Pinsker

Fiona Pinsker

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

“ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΕΛΕΝΗ”

(ΜΕΘΙΣΤΟΡΙΑ, 1995)

Ήρθα σ᾽ αυτό τον ξένο τόπο κι είχα
στην τσέπη μου τριάντα δυο δραχμές.
Της εσθήτος μου η πόρπη χαλασμένη
και τα λευκά ποδάρια μου με μώλωπες.
Ο Πάρις στη βιασύνη να με πάρει
μ᾽ έσυρε χάμω κι έσπασε το βάζο
των αρωμάτων μου. Του λέω “μην κάνεις
έτσι, καλέ μου, ιδού δικιά σου θα ᾽μαι”.
Με κείνος άγουρος πολλά και ξαναμμένος
μες στο παλάτι έρωτα γυρεύει
κι εγώ η ανόητη με δυο παιδιά
στην κούνια και με δίχως να ντραπώ
το νυφικό στεφάνι μου πατώ.

Διαβάστε το υπόλοιπο ποίημα εδώ.

Jacopo Guarana

Jacopo Guarana

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

“ΠΑΛΙΝΩΔΙΑ”

(ΔΟΚΙΜΙΝ, 2000)

Οὐκ ἐστ’ ἔτυμος λόγος οὗτος
Οὐδ’ ἔδας ἐν νηυσίν ἐϋσέλμοις
Οὐδ’ ἵκεο πέργαμα Τροίας.
ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΣ
ΤΗΝ ΕΙΠΕ την κουβέντα του ο επιρρεπής στου λόγου την ωορρηξία.
Μήτε στοχάστηκε (κι ας ήταν έκτος αιώνας )
πως όφειλε να μελετά και να μετρά
κάθε του βήμα — τώρα ιδιαιτέρως
που γέρασε — κάθε του λέξη δηλαδή
να τη χτυπά με το ραβδί του· κούφια η ώρα!
Κι είπε για την Ελένη μας τη θυγατέρα
της Λήδας, του Τυνδάρεω και… τι λέω!
είπε για την Ελένη μας πως έφτασε
στην αντρειωμένη Τροία κι ήταν ο Έπαφος
που ζωντανά της έστρωσε κορμιά
στο πέρασμά της —κρίνα και τραγούδια
λουσμένα στο αίμα— είπε για την κόρη
τη θαυμαστή και λιγομίλητη, καμάρι
της αρετής, καῦχος ἀρούρης, λάμψις,
πως μπήκε στα γοργόφτερα καράβια
και τα ποδάρια της τα τιμημένα,
όλα ένα βλέφαρο, τα κάστρα μισάνοιξαν
της Τροίας και μπήκαν· είπε αυτά εκείνος.
Κι αν θες από Θεού ένα χτύπημα, μια κίνηση
των άστρων του έφραξε μεμιάς το στόμα
και των ματιών του γέμισε η σακούλα
τεφρό σκοτάδι. Κι είδε στο βυθό του
την θείαν Ελένη ξαγριεμένη κι αργυρή
να του ζητά το δίκιο της μ’ άντρόψυχο
γυναίκας πείσμα· δάγκωνε τα σπλάχνα του
με τα μαργαριτώδη της κοφτήρια.
Κι αυτός παραπατώντας (γέρος είπαμε)
τυφλάρπαζε στην τύχη τ’ ακροστήθι
της τρομερής και ράγιζε ο καθρέφτης.
«Εσύ», του λέει, «εσύ με κακολόγησες
κι όπου με πήρε η ποίησή σου μ’ έριξες.
Ποιος είπε πως εγώ η Ελένη τ’ άρματα
της εμορφιάς εζώστηκα και χύθηκα
σε τορνευτά γοργόφτερα καράβια,
τον άντρα μου ποιος είπε πως απάτησα,
δεινό πολέμαρχο μπρος στο δειλό Alexander,
ποιος είπε ποιον αγάπησα περίτου
κι έσσω τον έβαλα μες στο μυχό του κόλπου ;
Ν’ ανακαλέσεις αυθωρεί, Στησίχορε,
είδε καν ου, το φως των αμματιών σου,
που είμ’ εγώ, το χάνεις διαπαντός».
Έτσι λοιπόν ο τλήμων ποιητής·
ως γόνος της αλήθειας και σωστός
εργάτης των Μουσών, σε πανηγύρι
κρατώντας τη μυρτιά — κεφάλι ξέσκεπο,
δάκρυα ξεθηκαρωμένα — εκοίταε
να μη ακουμπήσει πια σε μανικές
αστοχασίες· τη νιώθει την αιτία
και σύγκορμος τρεμίζει μην την πάθει
χιώτικα σαν τον Όμηρο· τον αναιδή
κι υφάλμυρο του λόγο ανακαλεί.
« . . . Και τα χυτά μαλλιά σου δεν ανέμισαν
σε τορνευτά γοργόφτερα καράβια
κι ουδέ ποτέ της Τροίας το άντρο επάτησες…
Τον ήλιο μου δεμένο απ’ την ουρά
τ’ άλογου που τ’ απίστομα τον σέρνει
σπλαχνίσου τώρα εσύ κι εγώ την άρνηση
κάθε φανταστικής μυθοπλασίας
θ’ ακολουθήσω του λοιπού· φρονίμων τέχνη».
«Πόσιμος ειν’ ο λόγος σου, Στησίχορε,
σ’ έξαγνισμόν αλάθευτα οδηγεί
εάν δεν κρύβει απάτη δολερή.
Σε προκαλώ και τίμια ν’ απαντήσεις
ότι ποτέ δεν μπήκα σε καράβι
κι είν’ όλα παραμύθια, μα τον Άδωνι.
“Αν τη σωστήν απάντηση μου δώσεις
αμέσως θ’ αναβλέψεις, θα κερδίσεις
αυτό που λένε φῶς με τα φτερά του.
Αν οχι, ως οχυρή δεν αστειεύομαι.
Τά θαρραλέα μου κάλλη θ᾽ ακοντίσω
από το μοσκομύριστό μου στόμα,
με την αντρόφονή μου γλύκα θα σε στείλω
ξαρμάτωτο στη μάνα του διαόλου
και θα χαθούν οι στίχοι σου για πάντα ».
Η νύχτα π’ αγραυλούσε στο πλευρό του
τόνε γεμίζει μέτρο, λόγου εγκράτεια.
Κι αυτά για την Ελένη λέει εκείνος:
«Να είσαι αγνή κι αιθέρια, οι λογισμοί σου
ωσάν τη λάμψη του μετάλλου να είναι.
Και μιαν ωραία μέρα να το ξέρεις
θα την ξεχάσουνε τήν ομορφιά σου
και δε θα σ’ έχει ανάγκη πια κανείς.
Του βίου η τραγωδία, η κωμωδία,
έτσι τελειώνει: με παλινωδία.
Την πάσα αλήθεια μου θα πω· και δεν απάτησες
ποτέ δεν πάτησες, ποτέ δεν πήγες,
ποτέ δεν έφυγες, ποτέ δεν έμεινες
και δεν αγάπησες κι ούτε που είδες».

Όλγα Λουτσένκο, "Η Ελένη της Τροίας"

Όλγα Λουτσένκο, “Η Ελένη της Τροίας”

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

“ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΑ”

(ΔΟΚΙΜΙΝ, 2000)

αὐτός γὰρ ὄσσοις ἰδόμην· καὶ νοῦς ὁρᾷ

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, Ελένη

— Και τώρα, Τεύκρο, σ᾽ ερωτώ και να μου πεις αλήθεια:
Έσυρε, ως λεν, απ᾽ τα μαλλιά την άπιστη γυναίκα του
της Σπάρτης ο Μενέλαος ή μήπως είναι του καιρού μας παραμύθια;
— Ναι, μα το Δία, την έσυρε και τα λευκά ποδάρια
γιομίσαν το πλακόστρωτο μαύρες ανατριχίλες.
— Ήσουνα εκεί, την άκουσες, την είδες με τα μάτια,
την άγγιξες από κοντά, σου μίλησε κι εκείνη;
— Άκουσα και τ᾽ αγάλματα να πέφτουνε με γδούπο
– της Αθηνάς, τ᾽ Απόλλωνα, της Ήρας –
καθώς αυτός την έσερνε στις ράγες
του τρένου της γραμμής Ιλίου-Σπάρτης.
— Κι ουδέ κανείς εκίνησε να τη γλυτώσει
από τα χέρια κι από τα μαχαίρια;
Δεν θέλω να πιστέψω πως εκοίταγες
άπραγος σαν γυναίκα εσύ και δείλιαζες!
— Μπορούσα να τσακίσω κάθε χέρι του,
όχι και να στρεβλώσω κάθε σκέψη του.
Μ᾽ αυτήν, θαρρώ, την έσερνε το πιότερο.
— Μου φαίνεται δεν ήσουν μάρτυς στο μαρτύριο της άμοιρης Ελένης. 
Γιατί, αν ήσουν όντως, Τεύκρο, εκεί
δεν θα μιλούσες με φιλοσοφίες.
— Και ήμουν και είδα και άκουσα. Να ξέρεις όμως
πως άλλα βλέπει ο νους κι ακούει, Ελένη.

Cesare Dandini, "Η αρπαγή της Ελένης"

Cesare Dandini, “Η αρπαγή της Ελένης”

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

“ΕΛΕΝΗ”

(ΙΜΕΡΟΣ, 2012)

Συ κύματ᾽ ασημένια και χαλκά
που ανεμίζουν κυκλικά στο κοίλο πέλαγο
η Ελένη κοιμάται.
Χαμόγελο πουλιού σε άμπωτης λαγόνια.
Βλέφαρ᾽ ανοιγοκλείνουν πλημμυρίδας
όθε τ᾽ οστράκου η πήλινη ανθεί Αιθερία.
Ορχηστρική ευωδία δόκιμου αετού.
Δασώδεις λαγκαδιές που νοστιμίζουν
    το άβατο της Άνασσας.
Χερουβικές φωνές επιθαλάσσιες.
Και μια νιφάδα ύπαρξης σε κήπο αυγής.
Παιδίσκη κλέβει από του πρίγκιπα το χέρι
μήλο το εκλεκτό.

Luca Ferrari, "Η Αφροδίτη δεν επιτρέπει στον γιο της Αινεία να σκοτώσει την Ελένη"

Luca Ferrari, “Η Αφροδίτη δεν επιτρέπει στον γιο της Αινεία να σκοτώσει την Ελένη”

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

“ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΤΡΩΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ”

(ΕΡΩΣ ΑΝΙΚΑΤΕ ΜΑΧΑΝ, 2004)

Λένε πολλά για τις αιτίες που οδήγησαν
σε σύρραξη τους Τρώες και τους Έλληνες
στα 1400 π. X., στην Ιωνία.
Οι πιο μοντέρνες θεωρίες μας μιλούν για τη συνήθεια
του πλιάτσικου που φτάνει ως τις μέρες μας.
Οργανωμένες συμμορίες από κράτη, εταιρείες, βασιλείς,
πολιορκούσαν, έκαιγαν και άρπαζαν
κοπάδια, θησαυρούς, γυναίκες, δούλους.
Όμως εντύπωση εμένα πάντα μού ’καναν
οι λεπτομέρειες εκείνες σαν κι αυτή
που σαν οι Έλληνες εσύρανε τα πλοία τους
μαύρα και με τεράστια τα μάτια τους στην πλώρη
όταν οι Έλληνες εσύρανε τα πλοία τους
σε μακριά παράταξη εκεί στην αμμουδιά. Το πρώτο πράγμα
πού ’καμαν αφού στήσαν τις σκηνές τους
ήτανε τα λουτρά, με τους λουτήρες, με τις βρύσες
κ’ ήταν μετά το στάδιο για τα παιχνίδια των αγώνων.
Βεβαίως χρειαζόντουσαν κοπάδια για τροφή
βόδια και πρόβατα και γίδια. Χρειαζόντουσαν
ψωμί και οίνο και ξυλεία, χρειαζόντουσαν
σκλάβες γυναίκες που γινόντουσαν
πολύ συχνά οι γλυκές συντρόφισσές τους
επάνω σε φλοκάτες κι υφαντά της Αιτωλίας,
των Μυκηνών, της Θεσσαλίας, της Ιθάκης.
Βεβαίως και ζητούσαν, κι υποχρέωναν ή άρπαζαν
αλλά ο πόλεμος δεν έγινε γι’ αυτά.
Όταν γυμνή σε κοίταζα στο στρώμα μου
εκεί στο πέτρινο το σπίτι που για φύλακες
έχει αστερισμούς. Ενώ σε κοίταζα
έξω απ’ τον καθρέφτη, ζωντανή μέσα στο χρόνο
ενώ σε κοίταζα κι απόλαυσα
ξανά και πάλι και ξανά και πάλι και ξανά
τη θεϊκή, τη φονική σου ομορφιά,
κατάλαβα καλά που αυτός ο πόλεμος
έγινε μοναχά για μια γυναίκα.

ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΟΥ

«ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΓΕΜΑΤΟ»

(ΚΤΟΝΙΑ-ΑΥΤΟ, 2005)

«Θέλω να γυρίσω στο νησί μου που ‘ναι

γεμάτο κορίτσια και να τους προσφέρω

ένα δίκτυ γεμάτο λέξεις απαγορευμένες μέχρι

τότε γι’ αυτές»

«Ποιητική του έρωτα», J. Winterson.

Έτσι κάπως θ’ άρχιζε η αληθινή
Απολογία της Ελένης, Που την ονόμασαν «κοινή»
Στην Αρχαιότητα,
Γιατί άφησε την κλίνη τη βασιλική
Για να βρει τον Εαυτό της.
Χαρίζοντας και σ’ αυτήν λέξεις που ‘ταν
Μονάχα του Μενέλαου.
«Ταξίδι», «Κατάκτηση», «Ηδονή», «Πείραμα»,
«Σκέψη», «Επιλογή», ΖΩΗ. …
Δικαιωμένη όχι «γιατί δεν πήγε τελικά»,
Ξεβγαλμένη στην ακτή της Αιγύπτου…
Μα γιατί πήγε…
Η Ελένη του Εαυτού της.
Όχι της κλίνης της «δημόσιας τιμής»
Όχι της Τροίας
Ούτε του Πάρη.
Κι ακριβώς γι αυτό
Η Ωραία Ελένη.