Η μεγαλύτερη υποθαλάσσια σήραγγα του κόσμου βρίσκεται κάτω από το Στενό της Μάγχης, ανάμεσα στη Γαλλία και την Αγγλία.
Πρόκειται για ένα εκπληκτικό τεχνολογικό επίτευγμα. Το μήκος της σήραγγας ξεπερνά τα 50 χιλιόμετρα και από αυτά τα 38 βρίσκονται κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας. Η σήραγγα του Σεϊκάν στην Ιαπωνία είναι λίγο μακρύτερη αλλά το μεγαλύτερο μέρος της βρίσκεται κάτω από τη στεριά.
Εγκαινιάστηκε το 1994 και αποτελεί την πρώτη εδαφική σύνδεση της Μεγάλης Βρετανίας με την ηπειρωτική Ευρώπη. Η συμφωνία της Μεγάλης Βρετανίας με τη Γαλλία για συνεργασία σε ένα από κοινού σχέδιο, έκρυβε πίσω της ένα έντονο πολιτικό παρασκήνιο, αποτελούμενο από διαφορετικά στάδια μέσα στην ιστορία που έγραψαν οι δύο χώρες από τα χρόνια του Ναπολέοντα.
Στην πραγματικότητα, η σήραγγα δεν είναι μια αλλά τρεις – δυο για τρένα και μια μικρότερη βοηθητική. Η διάνοιξη άρχισε από την αγγλική πλευρά το Δεκέμβριο του 1987 και από τη γαλλική πλευρά τρεις μήνες αργότερα. Τα τεράστια σκαπτικά μηχανήματα με τις περιστρεφόμενες κοπτικές κεφαλές χρειάστηκαν ένα μήνα δουλειάς για κάθε χιλιόμετρο. Συνολικά απαιτήθηκαν τρία χρόνια δουλειάς.
Οι σήραγγες ανοίχτηκαν σε μέσο βάθος, κάπου 45 μέτρα κάτω από το θαλάσσιο πυθμένα. Όταν τα δύο τμήματα της βοηθητικής σήραγγας πλησιάσαν μεταξύ τους στα 100 μέτρα απόσταση, ανοίχτηκε μια μικρή σήραγγα με τα χέρια, για να τα συνδέσει. Οι εργάτες των δυο χωρών συναντήθηκαν στα τέλη του 1990. Ανάλογες συναντήσεις στις σιδηροδρομικές σήραγγες πραγματοποιήθηκαν στις 22 Μαϊου και 28 Ιουνίου του 1991.
Ο ρόλος των κυβερνήσεων στη κατασκευή του έργου περιορίστηκε σε ρυθμιστικό επίπεδο, αφήνοντας το ρόλο του επενδυτή ή/και δανειστή σε ιδιώτες.
Η κατασκευή της Σήραγγας της Μάγχης στη δεκαετία του 1980, παρόλο που φαινομενικά εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, ουσιαστικά αποτέλεσε ένα σημάδι της εξέλιξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας προς την Ενωμένη Ευρώπη, παρ’ όλες τις θετικές και αρνητικές επιδράσεις που συνεπάγονται αυτής. Παράλληλα με την εγχώρια ανάπτυξη που δέχτηκε η κάθε χώρα, το έργο συνέδεσε δύο περιφερειακές περιοχές, το Κεντ και το Πα-ντε-Καλαί, προσφέροντας έτσι έδαφος για εξισορρόπηση των συνθηκών που υπάρχουν στην κάθε περιοχή ξεχωριστά και την παράλληλη ενίσχυση των υφιστάμενων διασυνοριακών σχέσεων, μέσα στα πλαίσια πάντα της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.