Σαν σήμερα, 13 Σεπτεμβρίου, το 1908, γεννήθηκε στην Προύσα ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς, ένας από τους καλλιτέχνες που εμπλούτισαν τον πολιτισμό μας, ο σπουδαίος θεατράνθρωπος Κάρολος Κουν.
Ο πατέρας του, Ερρίκος Κοέν, πάμπλουτος έμπορος και κοσμοπολίτης, ήταν κατά το ήμισυ Έλληνας χριστιανός και κατά το άλλο ήμισυ γερμανοπωλονοεβραίος. Η μητέρα του, Μελπομένη Παπαδοπούλου, ήταν Ελληνίδα χριστιανή ορθόδοξη.
Τα προβλήματα στην πατρογονική εστία ήταν μεγάλα, οι γονείς του απουσίαζαν συχνά, χώρισαν και ο Κάρολος, ένα μοναχικό παιδί μεγάλωσε σ’ ένα αστικό σπίτι, με Πρωσογερμανίδα γκουβερνάντα, μ’ έναν παπά και μια καθηγήτρια πιάνου ως κατ’ οίκον δασκάλους.
Λόγω της επαφής με το πιάνο, άρχισε να ξεδιπλώνει τα καλλιτεχνικά του χαρίσματα. Σχημάτιζε μελωδίες στην πιανόλα του σαλονιού. Άλλη αγαπημένη του ασχολία ήταν να κόβει εικόνες από τα περιοδικά μόδας και να κάνει θέατρο, χρησιμοποιώντας όπως η φαντασία του ήθελε τον χώρο και τα έπιπλα του σαλονιού. Επίσης, περνούσε πολλές ώρες ζωγραφίζοντας με νερομπογιές.
Τα χρόνια της εφηβείας του τα πέρασε εσώκλειστος στην αμερικανική Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης, με παιδιά από τα Βαλκάνια. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η ελληνική μειονότητα της Ροβερτείου Σχολής στερήθηκε τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας. Στον θεατρικό όμιλο Robert College Ρlayers Οfficers, ο Κάρολος εκτελούσε χρέη γραμματέα και συμμετείχε στις παραστάσεις, διαπρέποντας κυρίως στους γυναικείους ρόλους. Όταν αποφοίτησε το 1928, όλα είχαν αλλάξει στην Πόλη. Ούτε οι συγγενείς του δεν έμεναν πια εκεί.
Έφυγε και εκείνος την ίδια χρονιά. Προορισμός η Σορβόννη και στόχος να σπουδάσει Αισθητική. Το 1929 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στην Ελλάδα και έπιασε δουλειά ως καθηγητής αγγλικών στο Κολέγιο Αθηνών, όπου άρχισε να κάνει τις πρώτες θεατρικές παραστάσεις με τους μαθητές του, με μικρά σκετς που έγραφε ο ίδιος. Παράλληλα, τα βράδια παρέδιδε μαθήματα αγγλικών στον σύλλογο Εθνικής Τραπέζης για να ενισχύει τα οικονομικά του. Μετά τον πόλεμο, ο πατέρας του είχε καταστραφεί οικονομικά.
Η επίδραση Κόντογλου
Για το μέλλον του, καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Φώτη Κόντογλου. Όπως έλεγε ο Κουν, τον βοήθησε να γνωρίσει την Ελλάδα, να νιώσει το ξάνοιγμα προς κάθε τι το ελληνικό.
Σε μια προσπάθεια να μεταφέρει επί σκηνής το αίτημα της επιστροφής στο ρωμαίικο, τον χειμώνα του 1933 ιδρύει, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον δημοσιογράφο Διονύσιο Δεβάρη, τη Λαϊκή Σκηνή. Από τη δραματική σχολή που στεγάζεται σ’ ένα εγκαταλελειμμένο καμαρίνι του Δημοτικού Θεάτρου, θα προκύψει ο βασικός πυρήνας του θιάσου.
Το 1938 εγκαταλείπει τη δουλειά στο Κολέγιο και συνεργάζεται με τους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη. Το όνειρό του, να δημιουργήσει τη δική του μόνιμη, αφοσιωμένη ομάδα, να φτιάξει ηθοποιούς που να βλέπουν το θέατρο ως λειτούργημα και όχι ως επαγγελματική ενασχόληση, έγινε πραγματικότητα την περίοδο της κατοχής, το 1942, όταν ίδρυσε το Θέατρο Τέχνης.
Στο δωμάτιο μιας αυλής στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Ζωοδόχου Πηγής 9, άρχισαν οι πρόβες στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν, με μαθητές της Σχολής τους Β. Διαμαντόπουλο, Δ. Καλλέργη, Π. Ζερβό, τη Β. Μεταξά, την Κ. Λαμπροπούλου. Οι οικονομικές δυσχέρειες τον ανάγκασαν να αναστείλει τις δραστηριότητες του Θεάτρου Τέχνης το 1950. Τότε κλήθηκε να σκηνοθετήσει στο Εθνικό Θέατρο, όπου ανέβασε πέντε έργα: «Ερρίκος Δ΄», «Άνθρωποι και ποντίκια», «Οι τρεις αδερφές», «Όνειρο καλοκαιρινής νυκτός», «Ο θείος Βάνιας».
Το 1959 παρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών τους «Όρνιθες», στο Ηρώδειο. Η παράσταση διακόπηκε από τις έξαλλες διαμαρτυρίες και τα γιουχαΐσματα του κοινού, ενώ η κυβέρνηση επενέβη δραστικά. Τρία χρόνια αργότερα, στο Φεστιβάλ των Εθνών στο Παρίσι, οι «Όρνιθες» του βέβηλου Κουν μοιράστηκαν το πρώτο βραβείο με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές.
Παρότι κέρδισε την εκτίμηση και την αποδοχή στην Ευρώπη, στην Ελλάδα εισέπραττε την περιφρόνηση και χλευασμό. Ωστόσο, αρνήθηκε τις προτάσεις να σκηνοθετήσει στα μεγαλύτερα θέατρα της Ευρώπης και της Αμερικής. Η μοναδική φορά που δέχτηκε ήταν το 1967, που σκηνοθέτησε στο Στράτφορντ «Ρωμαίος και Ιουλιέττα». Η πρόσκληση ήταν από το Βασιλικό Σαιξπηρικό θέατρο της Αγγλίας. Ήταν ο δεύτερος σκηνοθέτης μέσα σε τριάντα χρόνια που τον καλούσαν να σκηνοθετήσει σ’ αυτό το θέατρο. Η αγγλική κριτική χαρακτήρισε την παράσταση ως την καλύτερη σαιξπηρική της τελευταίας δεκαετίας.
Από το 1954, που ξανάστησε το θέατρο Τέχνης, στη δική του πια μόνιμη στέγη στο κυκλικό Υπόγειο της Στοάς Ορφέως, αρχίζει η αναγνώριση και στην Ελλάδα. Στη δεκαετία 1974-1983 δημιούργησε για πρώτη φορά και Β΄ σκηνή, τη «Λαϊκή», που λειτούργησε στο Θέατρο Βεάκη.
Το αρχαίο δράμα
Η ερευνά του πάνω στην αναβίωση του αρχαίου δράματος θεωρείται από τις εγκυρότερες. Οι παραστάσεις των «Ορνίθων» και των «Περσών» ήταν οριακά γεγονότα στην ιστορία της ερμηνείας του αρχαίου δράματος κι έγιναν πρότυπα για τους νεότερους σκηνοθέτες. Ο ίδιος, όμως, ο Κουν έλεγε πως δεν φτάνουν δυο ζωές για να ασχοληθεί κανείς σοβαρά με την ερμηνευτική προσέγγιση του αρχαίου δράματος.
Το 1980 το θέατρο Τέχνης μπήκε στην Επίδαυρο με τη μεγαλειώδη παράσταση της τριλογίας «Ορέστεια» του Αισχύλου. Με παραστάσεις αρχαίου δράματος όργωσε την Ευρώπη και γύριζε πάντα στην Ελλάδα θριαμβευτής. Στις αρχές του 1985 απέκτησε και δεύτερη θεατρική αίθουσα στην Πλάκα, με τη βοήθεια της Πολιτείας.
Όταν άρχισε να ανασαίνει οικονομικά και να απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων 50 χρόνων, η υγεία του είχε πλέον κλονιστεί. Στις 8 Φεβρουαρίου 1987 εισήχθη στο νοσοκομείο με έντονους πόνους στο στήθος και άφησε την τελευταία του πνοή το βράδυ της 14ης Φεβρουαρίου, την ώρα ακριβώς που θα δινόταν η πρεμιέρα του έργου «Ο ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη, στο «Υπόγειο», στο Θέατρο Τέχνης.