Με τη διαδικασία –και την… ευφορία– των πρώτων εμβολιασμών να «τρέχει» βάσει του προγραμματισμού, όλο και φουντώνει η δημόσια συζήτηση για το πότε θα δοθεί το σήμα μερικής χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων.
Έπειτα από 8-9 εβδομάδες καραντίνας, σε ύψιστη προτεραιότητα για την κυβέρνηση έχει αναχθεί το άνοιγμα των σχολείων ιδανικά την Παρασκευή 8 Ιανουαρίου – και αυτό επιβεβαιώθηκε στο ξεκίνημα της εβδομάδας από τα χείλη του κυβερνητικού εκπροσώπου Στέλιου Πέτσα.
Στο Μέγαρο Μαξίμου αλλά και στο Μαρούσι όπου εδρεύει το υπουργείο παιδείας αναμένουν αγωνιωδώς την τελική εισήγηση των λοιμωξιολόγων προκειμένου να χαρτογραφηθεί η «διαδρομή» της ασφαλούς επανόδου των μαθητών στα θρανία. Μάλιστα για τον λόγο αυτό τα μέλη της Επιτροπής των Λοιμωξιολόγων που συνδράμουν συμβουλευτικά το έργο των υγειονομικών αρχών είχαν μία πρώτη συνάντηση το πρωί της Τρίτης (29/12), που όμως απέβη άκαρπη. Ο λόγος; Οι διαφωνίες που υπάρχουν μεταξύ των επιστημόνων ως προς το άνοιγμα ή όχι των σχολείων. Έτσι, τελική απόφαση δεν υπάρχει για την ώρα και οι αποφάσεις μετατέθηκαν για τη Δευτέρα 4 Ιανουαρίου που θα ξανασυναντηθούν οι «σοφοί» της υγείας.
Διαφωνίες τον χρόνο επιστροφής
Όπως προαναφέρθηκε η ομοθυμία μεταξύ των επιστημόνων αναφορικά με την αναγκαιότητα επαναλειτουργίας της εκπαίδευσης στη φυσική τάξη είναι δεδομένη. Αυτό που για την ώρα λείπει είναι η ταύτιση των απόψεων ως προς τον χρόνο που πρέπει αυτό να συμβεί. Υπάρχουν, καταρχάς, οι σχετικά αισιόδοξοι όπως είναι λ.χ. ο καθηγητής Παθολογίας Χαράλαμπος Γώγος (σ.σ. είναι και μέλος της Επιτροπής Λοιμωξιολόγων) ή η πρόεδρος των νοσοκομειακών γιατρών Ματίνα Παγώνη, που εκτιμούν πως όλες οι σχολικές βαθμίδες –δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια– μπορούν και πρέπει να υποδεχτούν τους μαθητές στις 8 Ιανουαρίου.
Στον αντίποδα, όμως, υπάρχουν και οι περισσότερο «σφιχτοί» που θεωρούν ότι χρειάζεται ακόμη λίγος αλλά κρίσιμος χρόνος για να παρθούν αποφάσεις. Για παράδειγμα το μέλος της Επιτροπής και καθηγητής Λοιμωξιολογίας, Νίκος Σύψας, υποστηρίζει ότι θα πρέπει να περιμένουμε να τελειώσει η εορταστική περίοδος –δηλαδή, να περάσουν και τα Θεοφάνεια– προκειμένου να αποκρυσταλλωθεί μία ασφαλέστερη επιδημιολογική εικόνα της διασποράς του κορωνοϊού στις «κόκκινες» περιοχές και στη χώρα συνολικά.
Ξεκάθαρος ότι στις 8 Ιανουαρίου ΔΕΝ πρέπει να ανοίξουν τα σχολεία είναι η ομάδα του καθηγητή Δημοσθένη Σαρηγιάννη, διευθυντή του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα στην τελευταία ανάλυση του Δ. Σαρηγιάννη και του Δρ. Σπύρου Καρακίτσιου που δημοσιοποιήθηκε στην αρχή της εβδομάδας αναφορικά με την εξέλιξη της πανδημίας στην Ελλάδα υπογραμμίζεται ότι τα μέχρι στιγμής δεδομένα και η σύγκρισή τους με τις προβολές της υπολογιστικής πλατφόρμας CORE δείχνουν ότι άνοιγμα της οικονομίας και των σχολείων συνολικά στη χώρα στις 7 Ιανουαρίου θα ήταν πρόωρο σε ό,τι αφορά στη διαχείριση του υγειονομικού κινδύνου. Αντίθετα, άνοιγμα στις 20 του μήνα (ή και αργότερα), θα συντελούσε σε σημαντικά μικρότερο αριθμό κρουσμάτων (και κατ’ επέκταση σε ελάφρυνση της πίεσης στο σύστημα υγείας) σε βάθος ενός και δύο μηνών, δίνοντας παράλληλα την ευκαιρία να προχωρήσουν με επιτυχία οι εμβολιασμοί και να διευρυνθεί η ανοσία στα μέλη του πληθυσμού.
Στην κόψη αυτού του διλήμματος ακροβατούν επιστήμονες και κυβέρνηση. Στο αν, δηλαδή, αξίζει να επισπευσθεί μία πανθομολογούμενα ζωτική για την κοινωνία λειτουργία των σχολείων ή αν αυτό θα γυρίσει μπούμερανγκ και επομένως η εκπαίδευση θα πρέπει να επανεκκινηθεί κλιμακωτά (πρώτα τα δημοτικά) μετά τις 15-20 Ιανουαρίου.
Σε κάθε περίπτωση η απόφαση μάλλον θα κριθεί –και μοιάζει απολύτως λογικό– από την δείκτη μεταδοτικότητας, αλλά και από το πόσοι παραμένουν διασωληνωμένοι στις ΜΕΘ ή χάνουν τη μάχη για τη ζωή. Έστω κι αν αποκλιμακώνονται οι εν λόγω δείκτες, τα νούμερα παραμένουν… ψηλοτάβανα, επομένως το «πότε» και το «πώς» του ξεκλειδώματος της καραντίνας σηκώνει πολύ σοβαρή κουβέντα…
Οι άδηλοι παράγοντες πίεσης για άνοιγμα των σχολείων «εδώ και τώρα»
Σύμφωνα με πληροφορίες, την αμφιταλάντευση του υπουργείου Παιδείας και κατ’ επέκταση της κυβέρνησης για άνοιγμα των σχολείων το συντομότερο δυνατό επιτείνουν και διάφοροι «άδηλοι» παράγοντες πίεσης. Ένας από αυτούς έχει χαρακτήρα διασταλτικά δημοσιονομικό, καθώς αφορά το πραγματικό και εναλλακτικό κόστος των αδειών ειδικού σκοπού που έχουν δοθεί σε εργαζόμενους γονείς είτε αυτοί απασχολούνται στον δημόσιο τομέα είτε στον ιδιωτικό.
Όχι αμελητέος είναι και ο παιδαγωγικός παράγοντας πίεσης που ασκείται ασυναίσθητα από την εκπαιδευτική κοινότητα στο σύνολό της (μαθητές, δάσκαλοι-καθηγητές, γονείς). Πέρα από το ψυχολογικό βάρος που πλέον είναι φανερό ότι προκαλεί στους μαθητές όλων των ηλικιών ο υγειονομικός εγκλεισμός και η παρακολούθηση των μαθημάτων από μία οθόνη, τίθενται και πρακτικά ζητήματα που θέτουν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές. Το προφανέστερο όλων είναι ο επαυξημένος όγκος των διαγωνισμάτων που θα πρέπει να κάνουν οι μαθητές προκειμένου να βαθμολογηθούν για το α΄ τετράμηνο του σχολικού έτους.
Υπάρχει, τέλος, ο παραγωγικός ιστός και οι εκπρόσωποί του που πιέζουν εμμέσως ξέροντας πως όταν ανοίξουν τα σχολεία θα ξεκινήσει άμεσα η συζήτηση γι το χρονοδιάγραμμα ανοίγματος της οικονομίας.