Πίστη:
Γιά νά καταλάβουμε καλύτερα τί σημασία έχει τό «γενηθήτω τό θέλημά σου», θά είναι καλά νά θυμηθούμε αυτό πού είπε ο Κύριος, γιατί κατέβηκε απ τόν Ουρανό:
«Εγώ καταβέβηκα εκ τού ουρανού ίνα ποιώ τό θέλημα τού πέμψαντός με Πατρός καί τελειώσω αυτού τό έργον». Καί τό άλλο πάλι πού λέει, ότι «η κρίσις η εμή δικαία εστί»
η κρίσις μου είναι δίκαιη καί σωστή γιατί «ου ζητώ τό θέλημα τό εμόν, αλλά τό θέλημα τού πέμψαντός με Πατρός». Καί κάτι άλλο: θυμάστε πού ο Κύριος συναντήθηκε μέ τή Σαμαρείτιδα όταν ήλθαν οι μαθητές, είπαν στόν Κύριο: «Ραββί, φάγε» κι εκείνος τούς απάντησε, ότι «εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ήν ημείς ούκ οίδατε». Εγώ έχω νά φάω ένα φαγητό τό οποίο εσείς δέν ξέρετε. «Εμόν βρώμα εστίν ίνα ποιώ τό θέλημα τού πέμψαντός με καί τελειώσω αυτού τό έργον».
Αυτό, λέει, πού εμένα μέ τρέφει είναι νά ποιώ τό θέλημα τού πέμψαντός με Πατρός. Καί νομίζω ότι αυτό είναι τό βασικό πράγμα τό οποίο καθορίζει τή ζωή τού Κυρίου καί τή ζωή τή δική μας. Γι αυτό βλέπουμε τόν Κύριο στή συνέχεια, τήν ώρα τής Γεθσημανή, δηλ. τήν ώρα τής πραγματικής αγωνίας θάλεγε κανείς τήν ώρα ενός δυνατού σεισμού πού τά πάντα δοκιμάζονται, καί ο Κύριος «γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο» νά λέει «Πάτερ μου, ει ου δύναται τούτο τό ποτήριον παρελθείν απ εμού εάν μή αυτό πίω, γενηθήτω τό θέλημά σου» (Ματθ. κστ/ 42). Αυτό πού μάς είπε ο Κύριος νά λέμε, καί εκείνος τό είπε στή δύσκολη στιγμή καί προχωρεί ο Κύριος ήρεμα, αλλά παντοκρατορικά πρός τό πάθος ακριβώς γιατί λέγοντας, «όχι τό δικό μου θέλημα, αλλά τό δικό σου νά γίνει», αμέσως στρέφεται εσωτερικά, παίρνει άλλη δύναμη καί προχωρεί.
Δέν θάταν άσχημα νά πάμε τώρα γιά μιά στιγμή καί στή δικιά μας ζωή. Αγωνιζόμαστε στή ζωή μας, αρχίζουμε, έχουμε σχέδια, έχουμε προγράμματα, προχωράμε καλά, αλλά σέ μιά στιγμή μπορεί νά περάσουμε δυσκολίες. Νομίζω ότι δέν υπάρχει άνθρωπος πού νά μήν περάσει τή Γεθσημανή του. Καί τήν ώρα πού τά πάντα καταρρέουν, τότε μόνο τά πάντα ανασταίνονται, καί τότε μόνο καταλαβαίνει κανείς αυτό πού είπε ο Κύριος, ότι τό νά ποιώ τό θέλημα τού πέμψαντός με Πατρός καί όχι τό δικό μου, αυτό είναι πού μέ τρέφει. Εκείνη τή στιγμή πού τά πάντα καταστρέφονται καί δέν υπάρχει καμμιά ελπίδα πουθενά καί κανένα φώς, καί τά πάντα είναι σκεπασμένα μέ σκοτάδι, άν ο άνθρωπος πεί Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου, αμέσως παίρνει μιά άλλη δύναμη, ανασταίνεται καί προχωρεί παντοκρατορικά καί σεμνά πρός τήν οδό, πρός τή διάβαση, πρός τό Πάσχα πού είναι ο Χριστός, σέ μιά εξέλιξη πού δέν σταματά ποτέ. Καί τότε, εκ τών υστέρων, θά ευχαριστεί κανείς τό Θεό όχι γιά τίς ευκολίες, αλλά γιά τίς δυσκολίες τής ζωής του καί γιά τή Γεθσημανή του, η οποία τόν ανάγκασε, μέσα στήν εξάρθρωση τού εαυτού του, νά πεί τό λογισμό του ελεύθερα, νά καταλήξει στό: «Θεέ μου, νά γίνει τό δικό σου θέλημα».
Νομίζω ότι αυτό τό «γενηθήτω τό θέλημά σου» μοιάζει μέ τό «γενηθήτω» τό δημιουργικό (αυτό πού λέει ο Κύριος, «Είπε καί εγενήθησαν, ενετείλατο καί εκτίσθησαν»), καί μέ τό λειτουργικό γενηθήτω (όταν ο ιερεύς ιερουργεί τό μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας καί παρακαλεί τόν Πατέρα νά καταπέμψει τό Άγιο Πνεύμα καί νά ποιήσει τόν άρτον Σώμα Χριστού καί τό εν τώ Ποτηρίω Αίμα Χριστού καί λέει τό Αμήν, Αμήν, Αμήν, οπότε ήδη έγινε τό μυστήριο. Υπάρχει μιά σχέση μεταξύ τού δημιουργικού γενηθήτω καί τού λειτουργικού). Όταν ο άνθρωπος συνειδητά πεί, Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου καί σέ μένα, μοιάζει καί μέ αυτό πού είπε η Παρθένος στόν Αρχάγγελο Γαβριήλ: «γένοιτό μοι κατά τό ρήμα σου» νά γίνει σέ μένα, στήν ύπαρξή μου, μέσα μου, κατά τό ρήμα σου Θεέ μου, νά γίνει κατά τό θέλημά σου. Οπότε ο άνθρωπος αγιάζεται καί παίρνει μιά άλλη δύναμη.
Λέει ο Αββάς Ισαάκ κάπου, ότι ο άνθρωπος μπορεί, υπακούοντας στό Θεό, νά γίνει Θεός κατά χάριν, καί νά δημιουργήσει εκ τού μή όντος νέους κόσμους: ο άνθρωπος γίνεται τελείως νέος, ο αδύνατος παίρνει άλλη δύναμη καί ο νεκρός παίρνει νέα ζωή καί προχωρεί. Τότε καταλαβαίνει ότι, πράγματι, είναι τροφή πραγματική τό νά καταλήξει νά πεί ήρεμα, «Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου καί όχι τό δικό μου».