Τέτοιες μέρες του Αυγούστου του 1832, πριν από 186 χρόνια, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 38 ετών, ο Πόντιος Δημήτριος Υψηλάντης, αδελφός του Ποντίου αρχηγού της Επαναστάσεως του 1821 Αλεξάνδρου Υψηλάντη.
akontogiannidis@yahoo.gr
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1793, με απώτερη καταγωγή την Τραπεζούντα του Πόντου, σπούδασε στη Γαλλία σε στρατιωτικές σχολές και υπηρέτησε στη Φρουρά του Τσάρου στην Αγία Πετρούπολη.
Αγνή και ευγενής πατριωτική μορφή, μυήθηκε το 1818 στη Φιλική εταιρία και ορίσθηκε από τον αδελφό του Αλέξανδρο «Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής» ο οποίος τον έστειλε στην Πελοπόννησο και ανέλαβε την αρχιστρατηγία και την οργάνωση τακτικού Στρατού, αλλά και την συγκρότηση κεντρικής πολιτικής εξουσίας, βοηθούντος και του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, για να περιορίσουν την ισχύ των κοτζαμπάσηδων που ήθελαν να τον παραμερίσουν.
Με ρωσικό διαβατήριο από την Τεργέστη και με το ψευδώνυμο Αθανάσιος Στοστοπόπουλος (!) για να μην γίνει αντιληπτός από τις αυστριακές αρχές, μετέβη στην Ύδρα, όπου έγινε δεκτός με τιμές. Είχε μαζί του μερικούς άνδρες και την σημαία της Φιλικής Εταιρίας με τον φοίνικα και τις λέξεις «Ελευθερία ή θάνατος».
Ήταν 28 ετών, φορούσε την μαύρη στολή του Ιερού Λόχου κι έφερε μαζί του 300.000 γρόσια της οικογενείας του για τον αγώνα και ένα τυπογραφείο για την έκδοση ελληνικής εφημερίδος, που εξεδόθη στις 2-8-1821 στην Καλαμάτα, με τον τίτλο «Σάλπιγξ Ελληνική».
Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Κανέλλο Δεληγιάννη να γράψει στα απομνημονεύματα του, ότι «ο Δημήτριος Υψηλάντης ήλθε γυμνός άνευ χρημάτων, ακολουθούμενος από μερικούς απάτριδας, φερέοικους και τυχοδιώκτας!..»
Ο Δημ. Υψηλάντης διηύθυνε με επιτυχία την πολιορκία της Τριπολιτσάς, πέτυχε την πτώση του Ακροκορίνθου κι έγινε το 1822 πρόεδρος του Βουλευτικού. Διεκρίθη στην μάχη των Δερβενακίων, ενώ στην εισβολή του Ιμπραήμ διέπρεψε στους Μύλους και τα Βέρβαινα. Διορίστηκε μετά την άφιξη του Καποδίστρια στρατάρχης της Ανατολικής Ελλάδος και στην Πάτρα κατήγαγε αποφασιστική νίκη για τον αγώνα της απελευθερώσεως.
Ήταν αρνητής της διχόνοιας ο Υψηλάντης και η μορφή του συμβόλιζε την μετριοπάθεια, την κατανόηση, τον συμβιβασμό με τους διαφωνούντες, τη θυσία του προσωπικού, χάρη του γενικού συμφέροντος. Διασύρθηκε και κατηγορήθηκε για μια διαφωνία του για έναν συμβιβασμό με τους Οθωμανούς, από ανεγκέφαλους που ζήτησαν και πέτυχαν με ψήφισμα την καθαίρεσή του και τον υποβιβασμό του σε πολίτη β’ τάξεως και έμεινε στη σκιά, στο περιθώριο, «άεργος στους κινδύνους της πατρίδος» όπως θα γράψει αργότερα.
Ένα χρόνο μετά, το Μάρτη του 1827, ο Σουλιώτης στρατηγός Κίτσος Τζαβέλλας υπέβαλε αναφορά στη Συνέλευση για ακύρωση του ατιμωτικού ψηφίσματος. Αφού ξεπεράστηκαν οι αρχικοί δισταγμοί στις 16 Μαρτίου, εκδόθηκε νέο ψήφισμα που ακύρωνε εκείνο της 12-4-1826: «Ο κύριος Δημήτριος Υψηλάντης αποκαθίσταται εις τα δίκαια του πολίτου και απολαύει αυτών ανεξαιρέτως. Το παρόν να δημοσιευθή δια του Τύπου».
Ο Δημήτριος Υψηλάντης πέθανε στο Ναύπλιο, στις 5 Αυγούστου 1832, σε ηλικία 38 ετών και η προσωρινή ελληνική κυβέρνηση δια του Προέδρου της Εθνοσυνελεύσεως Πανούτσου Νοταρά, ανήγγειλε με επιστολή το θάνατο του στην μητέρα του Ελισάβετ που βρισκόταν στην παρά τον Νίστρον Μεγάλη Κοσνίτση Μολδαβίας. Η απαντητική επιστολή της Ελισάβετ είναι συγκινητική. Γράφει ότι οι δύο γιοί της άκουσαν τη φωνή της πάσχουσας πατρίδος και κατά χρέος έτρεξαν κοντά της.
«Με χαρά για τα πατριωτικά τους φρονήματα, τους προέπεμψα με τας ευχάς των Αρχαίων Ελληνίδων». Γράφει πως έχασε τους Αλέξανδρο και Δημήτριο και πώς, «η απελευθέρωσις της πατρίδος απετέλεσεν μάλαγμα εις την πληγήν των μητρικών σπλάχνων μου… Είθε κάν η εκατόμβη αυτή των πρώτων μελών της οικογενείας μου και τόσων ανδρείων ομογενών, γενομένη δεκτή εις τον θρόνον του υπερτάτου όντος, να φέρη την παύσιν των παρελθόντων δεινών και αρχήν ακαταπαύστου ευδαιμονίας της κοινής μητρός. Δι’ αυτήν χρεωστούν και τα λοιπά μέλη της οικογενείας μου να θυσιάσωσιν την εσχάτην ρανίδα του αίματός των…».
Στη διάρκεια του Αγώνα, η Ελισάβετ Υψηλάντη, μάνα οκτώ παιδιών, που έδωσε στον αγώνα του ’21 πέντε αγόρια, μαζί με την κόρη της Μαρία διέθεσαν στον Εθνικό Αγώνα όλα τα χρήματα τους, τα κοσμήματα τους, εκποίησαν ακίνητα, όσα δεν είχε δημεύσει ο σουλτάνος και ζούσαν πολύ φτωχικά. Τα έστειλαν όλα για τον Αγώνα! « Η κάσα ήταν βαριά», γράφουν οι ιστορικοί, «άνθρωποι πολλοί, μετά κόπου μετεκόμιζον αυτήν επί των ώμων». Ο λαός εψιθύριζε με θαυμαστικά επιφωνήματα: «Μωρέ βιός!».