Ήταν, όπως σε κάποια ποδοσφαιρικά ματς, που αρπάζεις μια ξεγυρισμένη τριάρα στο πρώτο τέταρτο και… χαίρετε! Και η ευθύνη για το φιάσκο ανήκει στον τυπικά ανεύθυνο ανώτατο πολιτειακό άρχοντα.
Τι έκανε τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας να δώσει στον Τούρκο ομόλογό του μια ονειρεμένη ευκαιρία, ώστε να αναπτύξει, ως επίσημος προσκεκλημένος σε μια ιστορικής σημασίας επίσκεψη, την τουρκική θέση υπέρ της αναθεώρησης της Λωζάννης; Δεν ξέρω τι λέει επ’ αυτού το ρεπορτάζ, ούτε έχω ερευνήσει ο ίδιος – και το τονίζω αυτό, για να μη σας παρασύρω. Προσωπικώς θεωρώ αδύνατο, όμως, το υπουργείο Εξωτερικών να συναίνεσε ποτέ στη συγκεκριμένη προεδρική πρωτοβουλία.
Για τα δεδομένα της ελληνικής διπλωματίας στα ελληνοτουρκικά (έναν τομέα στον οποίο, και σε πολιτικό και σε διοικητικό επίπεδο, ισχύει η συνέχεια του κράτους και των πολιτικών του) αυτό που συνέβη χθες, τουλάχιστον μέχρι προχθές εθεωρείτο ασύλληπτο και αδιανόητο. Ένα debate για τη Συνθήκη της Λωζάννης ανάμεσα στους προέδρους Ελλάδος και Τουρκίας και μάλιστα σε περίσταση επίσημη, με διεθνή διάσταση και διεθνή ειδησεογραφική κάλυψη, μέχρι προχθές θα ήταν κάτι που μόνο στον χειρότερο εφιάλτη του γενικού γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών θα μπορούσε να συμβεί, όχι στην πραγματικότητα.
Πήρε το συναίσθημα το πάνω χέρι, που λέμε; (Ο Πρόεδρος, θυμίζω, είναι από την Καλαμάτα, από την οποία ξεκίνησε η Επανάσταση του 1821.) Αυτό νομίζω ότι συνέβη. Έκρινε ότι όφειλε να απαντήσει στα περί Λωζάννης, που είχε πει ο Ερντογάν την προηγουμένη στον Αλέξη Παπαχελά, παρότι είχε δοθεί ικανοποιητική απάντηση σχετικώς από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, σχεδόν συγχρόνως με τη μετάδοση της συνέντευξης. Δεν ξέρω πόσο σοβαρή προετοιμασία είχε γίνει για την επίσκεψη από ελληνικής πλευράς· πάντως, η προεδρική πρωτοβουλία είναι αδύνατο να ήταν μέρος της, καθώς αυτή η πρωτοβουλία έβαλε την εξέλιξη της ιστορικής επίσκεψης ακριβώς στις ράγες που είχε σχεδιάσει η Τουρκία: σε μια ανοικτή, δημόσια συζήτηση περί Λωζάννης, με θεαματική κορύφωση την επίσκεψη του Ερντογάν στη μειονότητα.
Άλλωστε, η αβεβαιότητα του Προέδρου, από ένα σημείο του debate και έπειτα, φάνηκε στις δύο εξόχως κολακευτικές και ασυνήθιστα εκτενείς αναφορές του στο πρόσωπο του υπουργού Εξωτερικών Ν. Κοτζιά. Το νόημά τους ήταν: «Συγγνώμη που μπαίνω στα χωράφια σας». Φυσικό ήταν να νιώθει λίγο απαίσια· είχε δώσει στον Ερντογάν δύο φορές την ευκαιρία να υπενθυμίσει στον συνομιλητή του ότι εκείνος είχε ανοίξει τη δυσάρεστη συζήτηση περί Λωζάννης.
Η έκβαση της ηρωικής, ως προς τις προθέσεις της, και τραγικής, ως προς το αποτέλεσμά της, εφόδου για την υπεράσπιση της Λωζάννης καταγράφηκε και στη γλώσσα του σώματος. Την ώρα της μετάφρασης, ο Ερντογάν κοιτούσε τον ομόλογό του στα μάτια. Κάρφωνε το βλέμμα του στον άλλο, με το πρόσωπο να μένει πάντα ατσαλάκωτο. Ο Πρόεδρος στην αρχή είχε ένα χαμόγελο γλυκιάς αμηχανίας· αργότερα, καθώς η ήττα εξελισσόταν σε πανωλεθρία, το βλέμμα του έπαιζε από δω κι από κει: ένιωθες και έβλεπες την αγωνία του στριμωγμένου στη γωνία. Ο Ερντογάν καθόταν στητός, είχε τον κορμό ίσιο, τους ώμους πίσω, τον λαιμό ψηλά. Ο Πρόεδρός μας, από την άλλη, έσκυβε ολόκληρος μπροστά και στηριζόταν με τους αγκώνες στους μηρούς του. Είχε τα χέρια του πλεγμένα, έπαιζε νευρικά με τα δάχτυλά του και όσο περνούσε η ώρα έγερνε και πιο μπροστά.
Αργότερα, στις δηλώσεις του μετά τη συνάντηση και τη συζήτηση με τον πρωθυπουργό, ήταν αισθητή η ειρωνεία του Ερντογάν, όταν ξεκίνησε την απάντησή του για τη Λωζάννη ως εξής: «Μεγάλη συζήτηση γίνεται τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα για τη Λωζάννη». Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει! Η Λωζάννη είναι αυτό που κανείς δεν τολμάει να συζητήσει δημοσίως, είναι ό,τι φοβόμαστε περισσότερο και οι μόνες αναφορές στη Λωζάννη, που μπορεί να συναντήσει κάποιος στον δημόσιο λόγο, είναι η επανάληψη της επίσημης και πάγιας ελληνικής θέσης. Ο Ερντογάν είχε κερδίσει όμως το δικαίωμα στην ειρωνεία. Δεν χρειαζόταν να μας υπενθυμίσει και τρίτη φορά ότι δεν είχε ανοίξει ο ίδιος τη συζήτηση· το είχαμε πια εμπεδώσει.
Θλιβερή, επίσης, η απόπειρα αναδίπλωσης από την ελληνική πλευρά, αφού είχε γίνει η γκάφα. Δεν μέτρησα πόσες φορές, πάντως, ξανά και ξανά ο Πρόεδρος τόνιζε προς τον Ερντογάν ότι η παρέμβαση που επιχείρησε ήταν απόδειξη «ειλικρίνειας», ότι μιλάει «ανοικτά» επειδή νιώθει φιλικά κ.λπ. Το ίδιο, σε μικρότερο βαθμό, έκανε και ο πρωθυπουργός στις δηλώσεις του. Και αυτός εξύμνησε την ειλικρίνεια· είναι «θεμιτό και θετικό», είπε, να συζητούμε ανοικτά. Η επίμονη, σχεδόν αγωνιώδης έμφαση στην ειλικρίνεια της προσέγγισης φαινόταν σαν μια προσπάθεια για δικαιολογίες εκ των υστέρων. Σε τελική ανάλυση, είναι η έμμεση επίκληση στην «καλή καρδιά», που λέμε στην Ελλάδα· την «καλή καρδιά» που επιτρέπει και συγχωρεί τα πάντα. Τι κι αν είπαμε μια κουβέντα παραπάνω; Κομμάτια να γίνει! Η ειλικρίνεια μετράει. Εν πάση περιπτώσει, από ειλικρίνεια σκίζουμε – είναι προφανές, μετά το χθεσινό. Από διπλωματία, άσ’ τα καλύτερα…
πηγη: gianniotis