ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
– Αλλά ο άμυαλος πλούσιος συνοδεύεται από τον σκοπό των κακών σκέψεών του· εσείς, όμως, αν πιστεύσετε σε μένα,
θα πετάξετε όλες τις πόρτες των θησαυροφυλάκιών σας, και θα δώσετε διέξοδο στον πλούτο σας· όπως ο μεγάλος ποταμός ποτίζει την καρποφόρο γη με πολλούς παραποτάμους, έτσι κι εσείς, μοιράζοντας σε πολλούς τον πλούτο σας, διασκορπίζεται στα σπίτια των φτωχών.
Τα πηγάδια όταν αντλούνται, αργότερα βγάζουν περισσότερο νερό· όταν αφήνονται κλειστά σήπονται· όταν ο πλούτος μένει στάσιμος είναι άχρηστος, όταν κινείται και μεταδίδεται στους άλλους για την κοινή ωφέλεια είναι καρποφόρος. Ω, πόσος θα είναι ο έπαινος από τους ευεργετούμενους, τον οποίο εσύ δεν πρέπει να παραβλέψεις.
Πόσος θα είναι ο μισθός από το δίκαιο κριτή στον οποίο εσύ δεν μπορείς ν’ απιστήσεις! Παντού το παράδειγμα του κατηγορουμένου πλουσίου θα σε συναντά· ο οποίος φυλάσσοντας τα παρόντα, αγωνιώντας γι’ αυτά που ελπίζει ν’ αποκτήσει, και χωρίς να γνωρίζει αν θα ζήσει αύριο, προααμαρτάνει σήμερα για την αυριανή μέρα. Δεν ήρθε ο ζητιάνος κι αυτός του έδειξε την αγριότητά του· δε συγκέντρωσε τους καρπούς, κι ήδη το αμάρτημα της πλεονεξίας.
Είδος πλεονεξίας, χειρότερο, είναι να μην δίνεις στους φτωχούς ούτε από τα πιο φθαρτά.
Πραγματικά, συμπεριφέρονται πολλές φορές οι πλούσιοι όπως κάποιος που πιάνει θέση στο θέατρο, για να έχει καλή θέα, και έπειτα εμποδίζει τους μετέπειτα εισερχόμενους να βρουν κι αυτοί κάποια θέση, δικαίωμα που είναι κοινό για όλους.
Δηλαδή καταλαμβάνουν οι πλούσιοι τα κοινά αγαθά, τα ιδιοποιούνται, μόνο και μόνο επειδή έτυχε να έλθουν στα χέρια τους πριν από τους άλλους.
Είναι αληθινό πως, αν ο καθένας κρατούσε αυτό που του χρειαζόταν, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, και το περίσσευμα το έδινε σε όσους το είχαν ανάγκη, τότε δεν θα υπήρχε κανένας φτωχός.
-Και ποιόν αδικώ, λέει ο πλεονέκτης πλούσιος, με το να ενδιαφέρομαι για την περιουσία μου;
-Αλήθεια;
Αλλά πές μου, ποιά είναι η περιουσία σου, ποιά είναι τα δικά σου; Από πού τα έλαβες και τα έφερες στη ζωή;
Μήπως γυμνός δεν βγήκες από την κοιλιά της μητέρας σου; Μήπως γυμνός και πάλι δε θα γυρίσεις στη γη;
Τα παρόντα από πού ήρθαν σε σένα; Αν λες της τύχης, είσαι άθεος, καθώς δεν γνωρίζεις τον Δημιουργό, και δεν ευχαριστείς Αυτόν που σου τα έδωσε· αν ομολογείς ότι είναι από τον Θεό, πες μας τον λόγο για τον οποίο τα πήρες. Μήπως είναι άδικος ο Θεός, ο Οποίος μοιράζει άνισα σε μας τον πλούτο; Γιατί εσύ να πλουτίζεις, εκείνος να πεινά όμως; Ή μήπως, για να δεχθείς εσύ το μισθό της χρηστότητας και της πιστής οικονομίας, ενώ εκείνος έτσι τιμάται με τους μεγάλους άθλους της υπομονής;
Εσύ, όμως περιλαμβάνοντας όλα στους κόλπους της πλεονεξίας, νομίζεις ότι δεν αδικείς κανέναν αποστερώντας του αυτά; Ποιός είναι ο πλεονέκτης; Εσύ δεν είσαι αποστερητής ; Αυτά που δέχθηκες, δεν τα ιδιοποιήθηκες;
Ή αυτός, που γδύνει τον ντυμένο δεν καλείται λωποδύτης· αυτός, που δεν ντύνει τον γυμνό, ενώ μπορεί να το κάνει, δεν είναι άξιος κάποιου κακού χαρακτηρισμού; Το ψωμί που έχεις στα χέρια σου είναι του πεινασμένου· του γυμνού, το ρούχο που φυλάσσεις στις αποθήκες· του ξυπόλυτου τα παπούτσια τα οποία σαπίζουν στα ντουλάπια σου· αυτού που έχει ανάγκη από τα χρήματα, τα αργύρια, που φυλάσσεις. Ώστε τόσους πολλούς αδικείς, όσους μπορείς να βοηθήσεις.