Μετά από ένα κοπιαστικό τρέξιμο σε ένα κοντινό πάρκο στη γειτονιά μας, παράλληλα με την κούραση σίγουρα θα αισθανθούμε και μια ευφορία. Ίσως έχει περάσει απαρατήρητο στους περισσότερους, αλλά η άσκηση οικοδομεί και μια περίεργη αντοχή στον… πόνο.
Σύμφωνα με νορβηγική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό PLOS One, και αναδεικνύει ο ιστότοπος The Conversation όσοι ασκούνται τακτικά εμφανίζουν μεγαλύτερη αντοχή στον πόνο, συγκριτικά με όσους επιλέγουν τον… καναπέ.
Η έρευνα βασίστηκε σε δεδομένα από 10.732 συμμετέχοντες -ηλικίας 30 έως 87 ετών- που είχαν λάβει μέρος στη «μελέτη Tromsø», μια μεγάλη μελέτη για την υγεία και τις ασθένειες, που διεξήχθη στο Tρόμσο της Νορβηγίας.
Κάθε συμμετέχων αξιολογήθηκε δύο φορές, με διαφορά οκτώ ετών. Κατά τη διάρκεια κάθε αξιολόγησης, απαντούσαν σε ερωτήσεις σχετικά με τα επίπεδα φυσικής τους δραστηριότητας και συμμετείχαν σε τεστ ψυχρής πίεσης, βάζοντας το χέρι τους σε νερό 3℃ για όσο χρόνο μπορούν. Έτσι αξιολογούσαν την αντοχή τους στον πόνο.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσο πιο δραστήριοι ήταν οι συμμετέχοντες, τόσο περισσότερο μπορούσαν να κρατήσουν το χέρι τους στο νερό. Στην πραγματικότητα, όσοι κατηγοριοποιήθηκαν ως πολύ δραστήριοι μπορούσαν να κρατήσουν το χέρι τους στο νερό για 115,7 δευτερόλεπτα κατά μέσο όρο σε σύγκριση με 99,4 δευτερόλεπτα για τους λιγότερο δραστήριους συμμετέχοντες.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι οι συμμετέχοντες που παρέμειναν ενεργοί ή έγιναν ακόμη πιο δραστήριοι ήταν σε θέση να έχουν καλύτερες επιδόσεις κατά μέσο όρο κατά τη διάρκεια του δεύτερου τεστ σε σύγκριση με εκείνους που παρέμειναν αδρανείς.
Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι κατά τη διάρκεια των οκτώ ετών μεταξύ των αξιολογήσεων, όλοι έγιναν λιγότερο ανεκτικοί στον πόνο κατά μέσο όρο. Αυτή η αλλαγή ήταν περίπου η ίδια για όλους, ανεξαρτήτως σωματικής δραστηριότητας. Δεν είναι βέβαιο γιατί οι άνθρωποι έγιναν λιγότερο ανεκτικοί στον πόνο με την πάροδο του χρόνου, αλλά θα μπορούσε να οφείλεται στη γήρανση.
Ποια είναι όμως η εξήγηση;
Ίσως θα μπορούσε να οφείλεται σε ορισμένες από τις φυσιολογικές αλλαγές που συμβαίνουν μετά την άσκηση – όπως η «υποαλγησία» που προκαλείται από την άσκηση.
Αυτό ουσιαστικά αναφέρεται σε μείωση του πόνου και της ευαισθησίας που αναφέρουν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση. Ένα καλό παράδειγμα αυτού είναι η ευφορία του δρομέα, όταν το σώμα απελευθερώνει τις ενδορφίνες, τις ορμόνες που συνδέονται με τους ίδιους υποδοχείς με τα οπιοειδή, παράγοντας παρόμοια δράση μείωσης του πόνου.
Η έρευνα δείχνει επίσης, ότι το ενδοκανναβινοειδές σύστημα έχει παρόμοια αποτελέσματα μετά την άσκηση. Αυτό το σύστημα είναι ένα τεράστιο δίκτυο κυτταρικής σηματοδότησης, που αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από ενδοκανναβινοειδή και τους υποδοχείς τους. Αυτοί είναι νευροδιαβιβαστές που παράγονται από το σώμα και εμπλέκονται σε πολλές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της ρύθμισης του ύπνου, της όρεξης και της διάθεσης.
Η έρευνα δείχνει επίσης ότι μπορούν να μας βοηθήσουν να ανεχτούμε καλύτερα τον πόνο.
Επίσης, οι μυικοί πόνοι που βιώνουν όλοι οι ασκούμενοι πάνω σε κάποιες ασκήσεις, τους κάνει ίσως να αλλάξουν τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τους πόνους στη ζωή τους. Η έκθεση σε αυτές τις δυσάρεστες «εμπειρίες» κατά τη διάρκεια μιας προπόνησης μπορεί να βοηθήσει στην οικοδόμηση ανθεκτικότητας, της ικανότητάς μας να λειτουργούμε μπροστά σε στρεσογόνα γεγονότα, όπως ο πόνος.
Η βελτίωση της διάθεσης μετά την άσκηση μπορεί να συντελέσει στην αντοχή μας στον πόνο.
Η άσκηση βοηθά να μάθουμε πώς να αποσπάμε την προσοχή μας από τον πόνο – όπως όταν ακούμε μουσική ενώ τρέχουμε.
Η τακτική σωματική δραστηριότητα μπορεί να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε τον φόβο του πόνου και της κίνησης και μας επιτρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για την εμπειρία του πόνου.
Τα ευρήματα τη έρευνας είναι εξαιρετικά σημαντικά, ωστόσο όπως αναφέρει ο ιστότοπος The Consersation, το επίπεδο άσκησης των συμμετεχόντων πιστοποιείται από τις απαντήσεις που έδωσαν οι ίδιοι.