Το 1903…. Ολοκληρώνονται οι εργασίες στη Στοά Αττάλου.
Αποκαλύπτεται ολόκληρο το κτίριο, αλλά και σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα.
Κατά τις πρώτες αρχαιολογικές έρευνες της Αρχαιολογικής Εταιρίας σε συνδυασμό με τις ιστορικές μαρτυρίες βρέθηκε ότι η Στοά του Αττάλου είχε εμπορικό χαρακτήρα και ήταν ένα περικαλές οικοδόμημα μονόπτερου δίστυλου (κατά μήκος), τρίκλιτου ρυθμού, και το μοναδικό με όροφο (των αυτών διαστάσεων μήκους και πλάτους και κατά το ήμισυ του ύψους του ισογείου), συνολικού μήκους 120 μέτρων, πλάτους 20 μέτρων και ύψους 25 μέτρων, με δύο σειρές κιόνων (κιονοστοιχίες), και 21 καταστήματα στο βάθος (κατά μήκος) και των δύο ορόφων.
Στο ισόγειο η εξωτερική κιονοστοιχία που αποτελούσε την πρόσοψη συνίσταται από 45 κίονες. Η εξωτερική κιονοστοιχία του ισογείου ήταν δωρικού ρυθμού και η εσωτερική κιονοστοιχία από αράβδωτους κίονες ιωνικού ρυθμού. Στον όροφο η εξωτερική κιονοστοιχία ήταν ιωνική και η εσωτερική περγαμηνού ρυθμού (με κιονόκρανα Περγάμου). Τα καταστήματα τη Στοάς ήταν τετράγωνες αίθουσες μήκους πλευράς 4,80 μέτρων. Στη βόρεια και νότια άκρη του οικοδομήματος υπήρχαν κλιμακοστάσια, με πολλά εδώλια, μορφής εξέδρας που οδηγούσαν στον όροφο του κτιρίου.
Γενικά η Στοά του Αττάλου ήταν φτιαγμένη από πωρόλιθο, ενώ οι ορθοστάτες των τοίχων, οι παραστάδες των θυρών, τα κατώφλια των δωματίων και οι κίονες ήταν από πεντελικό μάρμαρο. Στην αρχαιότητα αποτελούσε τον μεγαλύτερο στεγασμένο χώρο συνάντησης και περιπάτου των Αθηναίων και κυρίως τόπο εμπορίου. Η Στοά αυτή καταστράφηκε από τους Ερούλους το 267 (μ.Χ.) και ενσωματώθηκε στο υστερορρωμαϊκό Τείχος της Αθήνας.[2] Επί Φραγκοκρατίας και Τουρκοκρατίας η Στοά χρησίμευσε ως οχύρωμα. Οι δε λίθοι των τοίχων της χρησιμοποιήθηκαν μαζί με άλλους λίθους για την ανέγερση δύο φράγκικων πύργων κοντά και πριν από τα Προπύλαια της Ακρόπολης των οποίων σώζονται ερείπια. Ο ένας μάλιστα από αυτούς τους πύργους (ΝΔ) χρησιμοποιήθηκε από τους τότε Αθηναίους ως χριστιανικός ναός με το όνομα της Παναγίας της Πυργιωτίσσης.