Μπορεί να έφυγε(ς), μα ακόμα είσαι εδώ. Η αυλαία έπεσε, μα η υστεροφημία θα είναι αιώνια.
Ο Καρράς ήταν μπροστά από την εποχή του. Δεν ήταν ο καλτ σουξεδιάρης όπως πλασαρίστηκε, δεν ήταν ο ήρωας των απανταχού «παρακμιακών νυχτόβιων» μα κάτι πολύ πιο βαθύ: υπήρξε ο ψυχολόγος, ο ψυχαναλυτής, ο εξομολογητής before it was cool. Ήταν ο πρώτος που απενοχοποίησε την καψούρα και τα επακόλουθα της. Με τα τραγούδια του ήταν ο πρώτος που είπε ότι «It’s OK να μην είσαι ΟΚ».
Πιες, αν θέλεις. Πιες, όσο θέλεις. Γίνε λάσπη, γίνε κομμάτια, κυλήσου στα πατώματα, κοιμήσου με τα ρούχα, αν αυτό χρειάζεσαι. Κάπνισε, μέχρι να ξεχειλίσει το τασάκι, ξενύχτα, κλάψε, πόνα όσο βαστάει η ψυχή σου. Τίποτα, από όλα αυτά δεν είναι ντροπή. Ζήσ΄το. Βγάλ’ το από μέσα σου. Δεν είσαι ο μόνος. Δεν είσαι μόνος.
Μέχρι να εμφανιστεί εκείνος, οι θρυλικές φωνές τραγούδησαν για την φτώχεια, την ξενιτιά, τον ξεριζωμό, όπως ο Στέλιος. Στα τέλη των 60’s και στις αρχές 70’s ο στίχος έγινε πιο πολιτικοποιημένος, τα ζητήματα της εποχής ήταν διαφορετικά.
Ο Γιαννης Πάριος ύμνησε τον έρωτα σαν να ήταν φτερωτός άγγελος, ο Βοσκόπουλος ξέροντας ότι είναι γόης, ο Στράτος το έκανε με ένα πιο μάγκικο ύφος, ο Πανταζής ασχολήθηκε περισσότερα με τα «μωρά στην πίστα».
Ο Καρράς ήταν ο πρώτος που ήρθε και μίλησε για τον αγνό καθημερινό σκληρό αντρικό νταλκά. Για το μεγαλείο, αλλά και την οδυνηρότητα του, την ματαιότητά του.
Ήταν ο πρώτος που έβγαλε τον καθωσπρεπισμό από την έκφραση του, όταν τα μπουζούκια στεγάζονταν σε υπόγεια, αλλά και ημι-ορόφους πολυκατοικίας!
Μετέτρεψε το ουίσκι, σε αγίασμα και τα πιάτα σε μια μορφή εσωτερικής κάθαρσης, συχνά ήταν αδύνατον να τον διακρίνεις χαμένο σε κάστρα από κιβώτια σαμπάνιας.
Οι πίστες από το Αβαντάζ, το Ακρόαμα, τα Δειλινά, την Καλύβα και οι βραδιές μαζί του ήταν ένα μείγμα μιας διονυσιακής τελετής αναμεμειγμένη με το ατόφιο λαϊκό πανηγύρι του χωριού.
Ήταν μία αταξική, απολιτίκ συνάθροιση, μία απενοχοποιημένη ωδή στην καψούρα, που σαν την αρχαία τραγωδία είχε ως στόχο την εσωτερική κάθαρση.
Αυτό το ιδιόμορφο και μοναδικό του γρέζι στο λαιμό, το γρατσούνισμα του βρόγχου του σε κάθε αναπνοή, το παραπονιάρικο ύφος στο μπουζούκι του Χάρη και το βιολί του «Ζήκου» σε έκανε να νιώθεις ότι συμπάσχει μαζί σου, ότι περνάει τα ίδια, είσαι στο σωστό μέρος.
Στον Καρρά δεν πήγαινες για να χορέψεις, να κάνεις καμάκι ή να ξεχάσεις. Πήγαινες για να θυμηθείς. Για να ρίξεις αλάτι στην ανοιχτή πληγή. Πήγαινες για να ταλαιπωρηθείς, να τσαλακωθείς, να υποφέρεις.
Ο Καρράς έβγαλε την καψούρα από την περιθώριο και την έβαλε στα σαλόνια, στα υψηλά γραφεία, στα σχολεία. Την έκανε -ειδικά μετά την κάθοδο του στην Αθήνα- mainstream. Μόδα.
Έγινε ψιθύρισμα στα χείλη ροκάδων, μπήκε στα cd των πιτσιρικάδων, έγινε trendy και viral. Έγινε ο άτυπος πολιούχος των χωρισμένων, των καψούρηδων και των πονεμένων.
Ο αυθεντικός, ο αληθινός Καρράς κρύβεται σε δίσκους («Αλησμόνητες ώρες», «Γιατί να χωριστούμε», «Μη χαθείς», «Απ’ τη Θεσσαλονίκη με αγάπη) που στην εποχή τους ενδέχεται να μην κυκλοφόρησαν καν πανελλαδικά, μα δημιούργησαν ένα σκληρό πυρήνα από πιστούς τον αγάπησαν με θρησκευτική λατρεία και ένθεη μανία.
Σταδιακά, άνοιξε, απλώθηκε, οι συνεργασίες με την Κωνσταντίνα στο «Δηλητήριο» και τους Πυξ-Λαξ στο «Άσ’ την να λέει» ήταν το δικό του εισιτήριο προς την εξωστρέφεια, αλλά και την εξάπλωση του δικού «κηρύγματος», του δικού του τρόπου, ένα βήμα προς την καλλιτεχνική του ωρίμανση χωρίς ποτέ να απαρνηθεί τις ρίζες και την αφετηρία του.
Ο Καρράς υπήρξε αυθεντικός, κιμπάρης, μπεσαλής, λογοτιμήτης -έτσι λένε όσοι τον γνώρισαν από κοντά. Έζησε εκατό ζωές σε μία και επηρέασε εν αγνοία του χιλιάδες, μπορεί και εκατομμύρια κόσμο. Όλο καισε κάποιον από τους στίχους του θα βρει κανείς μία χαμένη αγάπη, έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, μία απόρριψη, έναν χωρισμό, έναν καημό, ένα καρδιοχτύπι, μία ανάμνηση του από το παρελθόν.
Κι αυτό τον καθιστά πρακτικά αθάνατο…