Δυσοίωνα και συνάμα απογοητευτικά είναι τα στοιχεία έρευνας της ΓΣΕΒΕΕ σχετικά με την οικονομική κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών καθώς, όπως αποτυπώνεται σε αυτήν, το μηνιαίο εισόδημα επαρκεί μόλις για 19 ημέρες για 6 στα 10 νοικοκυριά (60,7%).
Και αυτό, όπως εξήγησε ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΒΕΕ) και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εστιατορικών και Συναφών Επαγγελμάτων (ΠΟΕΣΕ) Γιώργος Καββαθάς μιλώντας στον Αθήνα 9.84 και στον Μιχάλη Λεάνη, την ώρα που οι περισσότεροι έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και τις τράπεζες ενώ και 7 στα 10 νοικοκυριά (72,7%) δήλωσαν ότι λόγω της αύξησης των τιμών στα τρόφιμα, αναγκάστηκαν να μειώσουν δαπάνες για άλλες ανάγκες.
«Η έρευνα της ΓΣΒΕΕ έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που βιώνουμε όλοι τα τελευταία δύο χρόνια. Βλέπουμε τις τιμές σε βασικά καταναλωτικά αγαθά να καλπάζουν και τα κόστη της λειτουργίας των νοικοκυριών να αυξάνουν υπέρμετρα σε σχέση με τις οικονομικές τους δυνατότητες. Είναι χαρακτηριστικό ότι για το 50% των νοικοκυριών ο μισθός διήρκησε το 2023 μόλις για 19 ημέρες προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους ενώ σε σχέση με το 2022 το ποσοστό αυτό εκτοξεύτηκε στο 60%», ανέφερε.
Σύμφωνα με τον κ. Καββαθά, οι προσδοκίες για το μέλλον έχουν αρνητικό πρόσημο για δεύτερο συνεχόμενο έτος, καθώς πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (53,7%) έχει μειώσει τις δαπάνες σε βασικές ανάγκες των νοικοκυριών και καθώς δεν υπάρχει διαθέσιμο εισόδημα ενώ εκτιμά ότι η κατάστασή του θα επιδεινωθεί το 2024.
«Όλα αυτά είναι αλληλένδετα, όσο συμπιέζεται η συντριπτική πλειοψηφία των νοικοκυριών τόσο συμπιέζεται και η οικονομία και ιδιαίτερα στο επίπεδο των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων», σημείωσε.
Ο κ. Καββαθάς, επισήμανε ότι βάσει των στοιχείων της έρευνας, η πλειονότητα (80,6%) αξιολόγησε τα μέτρα της κυβέρνησης για την πάταξη της ακρίβειας ως ανεπαρκή ενώ όπως υπογράμμισε ο ίδιος, είναι η επιτακτική η ανάγκη λήψης στοχευμένων μέτρων από την πλευρά της πολιτείας όπως η αύξηση των μισθών και η διεξαγωγή ελέγχων στην αγορά.
«Όσο και να αυξηθεί ο μισθός, όταν αυτός εξανεμίζεται από τις αυξήσεις των τιμών, δεν έχει καμία αξία. Πρέπει οι μισθοί να ανέβουν σε τέτοιο επίπεδο ώστε να καλύπτουν τις αυξήσεις και ταυτόχρονα να υπάρχει έλεγχος στην αγορά, κόντρα στην αισχροκέρδεια και στην ”καρτελοποίησή” της και αυτό δεν αφορά μόνο τα τρόφιμα», πρόσθεσε.
Υπέδειξε δε ως εξίσου σημαντικό παράγοντα που «ροκανίζει» τα εισοδήματα, τις ληξιπρόθεσμες οφειλές των νοικοκυριών προς το Δημόσιο και τις τράπεζες οι οποίες το 2023 αυξήθηκαν σημαντικά σε σχέση με το 2022. Ειδικότερα, περίπου 1 στα 10 νοικοκυριά (9,6%) φαίνεται να έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες για καταναλωτικά, επιχειρηματικά δάνεια ή/και κάρτες, ενώ από τα νοικοκυριά που έχουν ενεργό στεγαστικό δάνειο το 30% είτε καταβάλλει τις δόσεις συχνά με καθυστέρηση (20%), είτε έχει καθυστερημένες οφειλές για πάνω από 3 μήνες (10%).
Κλείνοντας, τόνισε ότι πρέπει να υλοποιηθεί άμεσα ένα μείγμα παρεμβάσεων αύξησης των μισθών και ενίσχυσης των εργασιακών δικαιωμάτων έτσι ώστε να προστατευτεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό το βιοτικό επίπεδο μισθωτών και κυρίως των χαμηλότερα αμειβόμενων.
«Όσο αφήνουμε να αφήνουμε γιγαντώνεται το τέρας των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, μπαίνουμε ξανά στον ίδιο φαύλο κύκλο που ήμασταν την προηγούμενη δεκαετία και ελλοχεύει ο κίνδυνος να έχουμε μια νέα γενιά κόκκινων δανείων. Χρειάζεται να αυξηθούν οι μισθοί μέσα από τη Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και τις κλαδικές συμβάσεις οι οποίες πρέπει να επανενεργοποιηθούν, μέσω του δικαιώματος της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων να καθορίζουν τον κατώτατο μισθό. Επίσης, πρέπει να υπάρξει κρατική παρέμβαση στον έλεγχο της αγοράς, η Επιτροπή Ανταγωνισμού που είναι απούσα τα τελευταία δύο χρόνια να βγει μπροστά και κάνει τη δουλειά της με γρήγορους ρυθμούς, ομοίως και η Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου Αγοράς (ΔΙ.Μ.Ε.Α.) η οποία είναι υποστελεχωμένη και χρήζει ενίσχυσης», συμπλήρωσε.