Μικρή δεν άφηνα κανέναν να πειράζει τα μαλλιά μου. Μπλεγμένα ένα κουβάρι· μαμά μην με χτενίζεις άλλο, φτάνει.
Άυπνη κάθε βράδυ, μια σταλιά παιδί. Από φόβο. Θα στα κόψω όταν θα κοιμάσαι. Το’ πε και το’ κανε.
Δέκα φορές όχι μία το’ πε, δυο φορές όχι μια το’ κανε. Θα τα κόψουμε πιο κοντά χρατς, να δυναμώσουν χρατς, μην κλαις θα σ’ αρέσουν χρατς, θα μακρύνουν μαλλιά είναι χρατς.
Και μάκρυναν. Μετά πάλι κρατς, θα τα κόψουμε λίγο να δυναμώσουν χρατς, μην κλαις θα μακρύνουν χρατς, μαλλιά είναι. Δεν είχα κλείσει καν τα 13. Με περνάγανε για αγοράκι.
Ύστερα, άλλο βιολί. Μου ανήκανε πια. Είναι τα δικά μου μαλλιά, τι δεν καταλαβαίνεις; Πιστολάκι νυχθημερόν – διατήρηση χωρίστρας, συντήρηση φράντζας.
Σε μια μέρα γίνανε δύναμη· σαν τον Σαμψών. Κουνούσα τη χαίτη-λέοντα, μαστίγωνα καρδιές, χάιδευα αστραγάλους. Η δύναμή μου, η παντοδύναμη. Τα μαλλιά Μου.
Αν τα πειράξεις, σ’ έσφαξα στο γόνατο.
Επειδή, εγώ μπορούσα.