Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης υπήρξε μια από τις πιο θρυλικές και ιδιαίτερες μορφές της Επανάστασης του 1821.

Αρχικά ήταν Αρματολός και έπειτα αρχιστράτηγος της Ρούμελης και ένας εκ των κορυφαίων στρατηγών του Αγώνα των Ελλήνων.
Εκτός από τα αναρίθμητα ηρωικά του κατορθώματα, ο Καραϊσκάκης είναι γνωστός και για την παροιμιώδη αθυροστομία του ενώ και οι συχνοί αστεϊσμοί του βοηθούσαν τους συντρόφους τους στις μάχες να χαλαρώσουν.
Όταν θύμωνε, βωμολοχούσε απίστευτα και έβριζε με τον πιο σκληρό τρόπο τους στρατιώτες του ενώ δεν δίσταζε να πράξει το ίδιο ακόμα και όταν απέναντί του είχε οπλαρχηγούς ή ακόμα και στρατηγούς.
Οι ηπιότερες από τις βρισιές που χρησιμοποιούσε ήταν «σαπιοκοιλιά» και «παλιογελάδα».
Όμως, επειδή σε καμία περίπτωση δεν το έκανε αυτό από κακία, σύντομα το μετάνιωνε και απολογούνταν με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο.
Ένα τα πιο χαρακτηριστικά περιστατικά που αναφέρει η βιβλιογραφία έλαβε χώρα στο Κομπότι της Άρτας.
Στις 8 Ιουνίου του 1821, ο Καραϊσκάκης έχοντας νικήσει τους Τούρκους, τους κυνήγησε, ανέβηκε σε μια πέτρα και άρχισε να τους βρίζει έντονα. Τότε, θέλοντας αφενός μεν να τους προσβάλει ακόμη πιο πολύ, αφετέρου δε να εμψυχώσει τους δικούς του σήκωσε τη φουστανέλα του και έδειξε στους Τούρκους τα …οπίσθιά του.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης άφησε την τελευταία του πνοή χτυπημένος από βόλι στο πεδίο της μάχης σε μια συμπλοκή μεταξύ της Καστέλας και των εκβολών Κηφισού και Ιλισού, στις 23 Απριλίου 1827, ανήμερα της γιορτής του.
Η σωρός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου και ετάφη, όπως ο ίδιος επιθυμούσε.
Λέγεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης πληροφορήθηκε τον θάνατο του Καραϊσκάκη «κάθισε σταυροπόδι» και μοιρολογούσε.
