Χαρακτηριστικό το παρακάτω επεισόδιο, το οποίο αναφέρει ο Φωτιάδης (σελ. 111). Συνήθιζε στις μάχες ο στρατηγός να προκαλεί τους Τούρκους με βρισιές και χοντρά πειράγματα.
«Μέσα στο ξάναμμα της μάχης», (στο Κομπότι, στις 8 Ιουνίου του 1821), τους φωνάζει.
– Ουχά, κιοτήδες, σταθείτε ωρέ να πολεμήσετε!
– Ποιος είσαι εσύ ωρέ, που θα μας πεις κιοτήδες;
– Είμαι ο γιος της καλογριάς και σας χέζω!
– Εμάς, γκιαούρη, χέζεις;
– Εσάς μεμέτηδες!
– Περίμενε, μπάσταρδε, να σε πιάσουμε, να σε σουβλίσουμε και τότες βλέπεις τι θα κρένει ο πισινός σου!
– Εμένα, ωρέ, θα σουβλίσετε;
– Εσένα, ωρέ, Καραϊσκάκη!
– Αμ τότες σταθήτε ν’ ακούσετε από τώρα τι κρένει (=λέει) ο πισινός μου!
Πηδάει πάνω σ’ ένα βράχο, ξεβρακώνεται, τεντώνει γυμνό τον κώλο του στους οχτρούς και τους φωνάζει:
– να ωρέ Τούρκοι…
Ήταν όμως κρυμμένος κοντά ένας Τούρκος, τον πυροβόλησε και είδε και τρόμαξε να γιατροπορευτεί από το βόλι που τον βρήκε «στα μεριά». Όταν όμως έγινε το βαυαροκρατούμενο κρατίδιο οι αγωνιστές παραμερίστηκαν και τα αξιώματα πήγαιναν στους απειροπόλεμους πολιτικάντηδες, στο ζυμάρι των Τούρκων. Και επιδαψίλευαν τους εαυτούς τους με γελοιωδέστατους τίτλους.
«Έλεγε ο Κολοκοτρώνης καταγελών: και ευγενέστατον και πανευγενέστατον και ενδοξότατον και εκλαμπρότατον και εξοχότατον και μεγαλειότατον με ονόμασαν, μόνο τον τίτλο του παναγιότατου δε μ’ έδωκαν». (Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα», τομ. Γ΄, σελ. 38).