Το τραγούδι «Μισιρλού», που σημαίνει «Αιγύπτια», είναι ο τίτλος ενός ελληνικού ρεμπέτικου τραγουδιού, το οποίο ηχογραφήθηκε το 1925 στην Αμερική από τον Τίτο Δημητριάδη, σε παραγωγή Columbia, και πρωτοπαίχτηκε από τη ρεμπέτικη ορχήστρα του Μιχάλη Πατρινού το 1927.
Ο αυθεντικός συνθέτης πιθανολογείται κάπου στο 1910 στη Σμύρνη, αλλά παρέμεινε άγνωστος.
Οι στίχοι του αναφέρονται σε μια σχέση κόντρα σε θρησκευτικά πιστεύω και φυλές, θέμα ταμπού και καθόλα απρεπές για την εποχή του.
Η εκτέλεση του Τίτου Δημητριάδη:
Όπως συνέβαινε σχεδόν με όλα τα πρώιμα ρεμπέτικα τραγούδια, ο αυθεντικός συνθέτης του τραγουδιού (πλανόδιος και αυτοδίδακτος μουσικός πανηγυριών) πιθανολογείται κάπου στο 1910 στη Σμύρνη, αλλά παρέμεινε άγνωστος. Έτσι, ο αρχηγός της κομπανίας, Μιχάλης Πατρινός, επικαρπώθηκε τα εύσημα για τη σύνθεση. Πιθανολογείται, ότι η μελωδία συντέθηκε από τους μουσικούς συλλογικά, όπως συνέβαινε εκείνη την εποχή, οι στίχοι όμως αποδίδονται στο μεγαλύτερο ποσοστό τους στον Πατρινό.
Στην αρχική του έκδοση, γύρω στο 1930, το κομμάτι πρωτογράφτηκε ως ζεϊμπέκικο, σε πιο αργό ρυθμό και διαφορετικό τόνο από τη σημερινή, «οριεντάλ» έκδοση, με την οποία έγινε γνωστό, ενώ το όνομα της κοπέλας του τίτλου προφερόταν από τον Μιχάλη Πατρινό «Μουσουρλού», με βαριά, αργόσυρτη, σμυρναίικη προφορά.
Η εκτέλεση του Μιχάλη Πατρινού:
Το 1934, ο Ελληνοαμερικανός μουσικός δάσκαλος, Νικ Ρουμπάνης, κυκλοφόρησε μια ορχηστρική, τζαζ εκτέλεση του τραγουδιού, κατοχυρώνοντας και νομικά τον εαυτό του, ως τον συνθέτη του τραγουδιού. Ο Ρουμπάνης άλλαξε τον τόνο και τη μελωδία, δίνοντας στο τραγούδι ανατολίτικο άρωμα, προσθέτοντας στοιχεία τζαζ και αποτινάσσοντας τον βαρύ, σμυρναίικο ήχο.
Τη δεκαετία του ‘60, ο surf κιθαρίστας, Ντικ Ντέιλ, σε μια ζωντανή του εμφάνιση, δέχτηκε την ερώτηση – πρόκληση, από έναν ακροατή στο κοινό, αν μπορούσε να παίξει ένα ολόκληρο τραγούδι, πάνω σε μία και μόνη χορδή της κιθάρας του, οπότε και η χάρη της «Μισιρλούς» πέρασε τα σύνορα του Ατλαντικού κι έγινε γνωστή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ντέιλ είχε λιβανέζικες ρίζες και συχνά αναφερόταν στην επιρροή της αρμένικης μουσικής στο κιθαριστικό στιλ του, κάτι που συνέχισε να υφαίνει τεχνηέντως την παρεξήγηση σχετικά με τις ρίζες του τραγουδιού, αφού πολλοί το κατέταξαν ως αρμένικο ή λιβανέζικο. Η ανατολίτικη εκδοχή του υπήρξε επί σειρά ετών τόσο δημοφιλής στη Μέση Ανατολή, που οι ντόπιοι το ενστερνίστηκαν ως παραδοσιακό τραγούδι της χώρας τους.
Το 1963, οι Beach Boys συμπεριέλαβαν στο άλμπουμ τους «Surfin’ USA» μια εκτέλεση της «Μισιρλούς» παρόμοια με αυτή του Ντέιλ, κάνοντάς την έτσι αναπόσπαστο κομμάτι της surf παράδοσης και της αμερικανικής ποπ κουλτούρας.
Το 1994, η ευφυΐα που ακούει στο όνομα Κουέντιν Ταραντίνο, ερωτεύτηκε παράφορα τη μελωδία και αποφάσισε να ντύσει με την αλά Ντέιλ «Μισιρλού» την Ούμα Θέρμαν, στην ταινία του «Pulp Fiction», καθιερώνοντας το τραγούδι ως παγκόσμια καλτ λατρεία.
Το 2004, το κομμάτι επιλέχθηκε από την Οργανωτική Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, ως ένα από τα πιο γνωστά ελληνικά τραγούδια όλων των εποχών. Τον Μάρτιο του 2005, το περιοδικό «Q Magazine» κατέταξε την εκδοχή του Ντέιλ στο νούμερο 89, στη λίστα του με τα 100 Σπουδαιότερα Κομμάτια Παιγμένα σε Κιθάρα. Το 2006, η εκτέλεση του Ντέιλ αναβιώνει ξανά, μέσω του τραγουδιού «Pump It» των Black Eyed Peas. Μετά από όλη της αυτή τη διαδρομή, η «Μισιρλού» είναι σήμερα εξαιρετικά δημοφιλής σε τέσσερα εντελώς διαφορετικά είδη μουσικής: στο ρεμπέτικο, στη λαϊκή μουσική της Μέσης Ανατολής, στην εβραϊκή μουσική, που παίζεται σε γάμους και γιορτές (Κλεζμέρ) και στο surf ροκ.
Πηγή: mixanitouxronou.gr