Όπως για τη θεραπεία των σωματικών ασθενειών καταφεύγουμε στον ειδικό γιατρό, έτσι και για τα τραύματα της ψυχής, όρισε η φιλόστοργη Μητέρα μας Εκκλησία να καταφεύγουμε στον Πνευματικό,
ο οποίος κατά κύριο λόγο είναι ο Επίσκοπος· επειδή όμως δεν επαρκεί να δέχεται όλους τους χριστιανούς της Επαρχίας, επιλέγει ο Επίσκοπος καταλλήλους Ιερείς και τους παρέχει την άδεια και ευλογία του να εξομολογούν τους πιστούς.
Η απλή επικοινωνία των πιστών με τον Πνευματικό, μπορεί να γίνεται οποτεδήποτε, για να λάβουν μια συμβουλή ή ό,τι άλλο. Όταν όμως ο πιστός θέλει να εξομολογηθεί, για να λάβει άφεση αμαρτιών, τότε τελείται το Μυστήριον της Μετανοίας-Εξομολογήσεως. Κατ’ αυτό ο πιστός ανοίγει με ειλικρίνεια και πνεύμα μετανοίας τα κρύφια της ψυχής του και εξομολογείται στον Θεό, ενώπιον του Πνευματικού, όλες τις αμαρτίες του. Στο τέλος ο Πνευματικός θα δώσει τις κατάλληλες οδηγίες και εφόσον η εξομολόγηση ήταν πλήρης, διαβάζει την Συγχωρητική ευχή και ο εξομολογούμενος καθαρίζεται από τις αμαρτίες του και η ζωή του ανακαινίζεται.
Όλοι γνωρίζουμε ότι, ο Κύριος μετά την Ανάστασή Του, συνέστησε και αυτό το Μυστήριο της Μετανοίας, όταν έδωσε την εξουσία στους Μαθητές Του να συγχωρούν αμαρτίες. “Λάβετε Πνεύμα Άγιον. Σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες· σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα κρατηθούν έτσι” (Ιωάν. 20:22-23). Αυτή η εξουσία από τους αγίους Αποστόλους μεταβιβάζεται δια του μυστηρίου τη Ιερωσύνης στους διαδόχους των Επισκόπους και ιερείς.
Κατά την εξομολόγησή του ο πιστός δεν αποκρύπτει από τον Πνευματικό καμμία αμαρτία που διέπραξε. Δεν προσπαθεί να δικαιολογηθεί. Δεν ρίχνει την ευθύνη, για ό,τι άσχημο έγινε σε άλλα πρόσωπα, αλλά μόνον στον εαυτόν του. Δεν αναφέρει ονόματα που σχετίζονται με τις αμαρτίες του. Γενικά προσπαθεί να είναι σύντομος, χωρίς αναλυτικές περιγραφές. Και περιορίζεται στην εξαγόρευση των αμαρτιών μόνον. Συμβουλές για άλλης φύσεως θέματα, επαγγελματικές απασχολήσεις, στενοχώριες κλπ., δεν έχουν σχέση με την εξομολόγηση, και επί πλέον παρατείνουν τον χρόνο, ενώ μπορεί να περιμένουν και άλλοι να εξομολογηθούν.
Μερικοί διερωτώνται: Κάθε πότε πρέπει να εξομολογούμαι; Όπως στο γιατρό πηγαίνουμε όταν μας προσβάλλει κάποια αρρώστια, έτσι και στον Πνευματικό πηγαίνουμε να εξομολογηθούμε, όταν διαπράξουμε κάποια σοβαρή αμαρτία, που μας εμποδίζει να κοινωνήσουμε. Ειδικές οδηγίες στο θέμα αυτό θα μας δώσει ο Πνευματικός. Πάντως να ξέρουμε ότι κατά την Ορθόδοξη Παράδοση δεν είναι υποχρεωμένοι όλοι οι χριστιανοί, κάθε φορά που ετοιμάζονται να κοινωνήσουν, να πρέπει οπωσδήποτε να εξομολογηθούν, εφόσον, βέβαια, δεν έχουν διαπράξει από την τελευταία τους εξομολόγηση και μετά, κάποια βαρειά αμαρτία. Για μικρότερες αμαρτίες, που όλοι μας κάνουμε κάθε μέρα, πολλές φορές χωρίς να το καταλάβουμε, ζητούμε από τον Θεό, με τις Ευχές της Ιεράς Ακολουθίας προ της θείας Μεταλήψεως, να μας συγχωρήσει. Λεπτομερέστερα και γι’ αυτό το θέμα θα μας συμβουλέψει ο Πνευματικός.
Καλό είναι να διατηρούμε επικοινωνία μόνον με ένα Πνευματικό, που έχουμε επιλέξει, αν βέβαια, αυτό είναι δυνατόν. Έτσι, εκείνος γνωρίζει καλύτερα την πνευματική μας κατάσταση και μας βοηθεί περισσότερο αποτελεσματικά.
Ένα θλιβερό φαινόμενο που μπορεί να παρατηρηθεί στις σχέσεις Πνευματικού και εξομολογούμενου, είναι η αρρωστημένη προσκόλληση του εξομολογουμένου στον Πνευματικό. Είναι φυσικό, ο εξομολογούμενος να αισθάνεται βαθύτατο σεβασμό και ευγνωμοσύνη στον Πνευματικό του, ο οποίος ως στοργικός πνευματικός πατέρας αγωνίζεται, με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, να βοηθεί τον εξομολογούμενο, μέχρι να φθάσει στο τελικό σκοπό του, στον αγιασμό του. Σε κάποιες όμως περιπτώσεις, ο θαυμασμός του εξομολογουμένου προς το πρόσωπο του Πνευματικού φθάνει μέχρι υπερβολής, ώστε να ξεχνά τον Χριστό και να αποδίδει τα πάντα στο πρόσωπο του χαρισματούχου Πνευματικού του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι: “πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἔστι καταβαῖνον ἀπό τοῦ Πατρός τῶν φώτων” (Ιακ. 1:17). Ο Θεός, και με το χάρισμα της ιερωσύνης, που αξίωσε τον Πνευματικό, και ανταποκρινόμενος στις προσευχές του Πνευματικού υπέρ του εξομολογουμένου, τον φωτίζει κάθε φορά να ενεργεί σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, για την ωφέλεια του εξομολογουμένου. Έτσι, και εδώ, ο Θεός είναι που συγχωρεί, ανακουφίζει ψυχικά, και αναγεννά τον εξομολογούμενο. Ο Επίσκοπος ή ο Ιερέας είναι απλώς τα όργανα, δια των οποίων ο Κύριος παρέχει τη λυτρωτική Του χάρη και ενεργεί τη σωτηρία μας. Θα σεβόμαστε λοιπόν, και θα ευγνωμονούμε τον Πνευματικό μας και θα υπακούουμε στις συμβουλές του, αλλά ακόμη περισσότερο θα ευγνωμονούμε τον Κύριο, ο Οποίος, μέσω του Πνευματικού μας μάς παρέχει την λυτρωτική Του χάρη και κάθε ευλογία Του.
Και μια δεύτερη ατυχής συνέπεια της αρρωστημένης προσκόλλησης του εξομολογουμένου στον πνευματικό του είναι το να παύσει ο ίδιος να αναλαμβάνει την ευθύνη επίλυσης των προβλημάτων της καθημερινής ζωής του (επαγγελματικά, οικονομικά, οικογενειακά, εκπαιδευτκά κ. ά.) και για όλα να περιμένει τις αποφάσεις του Πνευματικού του. Όπως καταλαβαίνουμε ο Πνευματικός δεν είναι ο μάγος, στον οποίο καθένας που τον πιστεύει θέτει την ερώτησή του και παίρνει την απάντηση και φεύγει. Δεν είναι δυνατόν ο Πνευματικός να δίνει λύσεις στα πάσης φύσεως θέματα, που απασχολούν τον κάθε εξομολογούμενο. Άλλωστε δεν τον έταξε σ’ αυτό το έργο ο Θεός. Η αποστολή του είναι η επιτέλεση του Μυστηρίου της Μετανοίας -Εξομολογήσεως, και η κατά Χριστόν οικοδομή των πιστών.
Αγαπητοί μου αδελφοί και αδελφές, το Μυστήριο της Μετανοίας-Εξολογήσεως έχει χαρακτηριστεί ως το φιλάνθρωπο Μυστήριο της Εκκλησίας, και ως δεύτερο Βάπτισμα, αφού με αυτό καθαριζόμαστε από κάθε αμαρτία και αποκτούμε και πάλι την αγνότητα και καθαρότητα που αποκτήσαμε με το άγιο Βάπτισμα. Ας μη αναβάλλουμε να προσερχόμαστε με μετάνοια και ταπείνωση στον Πνευματικό, οσάκις μας ελέγχει η συνείδησή μας για παραβάσεις του θελήματος του Θεού. Έτσι εξασφαλίζεται η σωτηρία μας. Αμήν.