Η ιστορία του Περιστερίου ανάγεται στο 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εγκατάσταση των προσφύγων της Μικράς Ασίας στην περιοχή.
Σήμερα η αστική αυτή περιοχή αποτελεί τον πολυπληθέστερο δήμο του Δυτικού Τομέα της Αθήνας, καθώς και τον 8ο πολυπληθέστερο στην Ελλάδα με 139.981 κατοίκους.
Η πόλη των 10.050 τετραγωνικών χιλιομέτρων εκτείνεται 4,5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του κέντρου της πρωτεύουσας, μέχρι τους πρόποδες του ορεινού όγκου του Ποικίλου, που αποτελεί προέκταση του Όρους Αιγάλεω. Συνορεύει με τους Δήμους Ιλίου (βόρεια), Αθηναίων (ανατολικά), Αιγάλεω (νότια), Χαϊδαρίου (δυτικά) και Πετρούπολης (βορειοδυτικά).
19ος αιώνας
Στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά τη σταδιακή άνθιση του νεοελληνικού έθνους και την εδραίωση μιας σχετικής σταθερότητας στο πολιτειακό σύστημα της χώρας, αρχίζει να αναπτύσσεται η Επαρχία των Αθηνών του Νομού Αττικοβοιωτίας. Στα περίχωρα της Αθήνας εντοπίζεται και ένας μικρός οικισμός, το Περιστέρι, μεταξύ των 52 λοιπών οικισμών που την περιβάλλουν. Το 1835 η Αθήνα ανακηρύσσεται Δήμος της Ελλάδος επί βασιλείας του Γεωργίου του Α΄. Οι κάτοικοι του μικρού οικισμού ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ χρησιμοποιούν τα σκουπίδια των Αθηνών ως λίπασμα για τα χωράφια τους και άλλοι επιλέγουν να χρησιμοποιούν κάρα για τη μεταφορά των σκουπιδιών. Πρόκειται για φιλήσυχους πολίτες που διάγουν μια ήρεμη ζωή στο λόφο των αξιωματικών.
Μικρασιατική Καταστροφή
Το 1922 η Ελλάδα συνταράσσεται από τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας μετά το βίαιο διωγμό τους από τους Τούρκους κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η Αθήνα και τα περίχωρά της καθίστανται τόπος φιλοξενίας των προσφύγων για την διαμονή και περίθαλψή τους, ενώ η χώρα βρίσκεται σε αναβρασμό. Στήνονται οι πρώτοι πρόχειροι καταυλισμοί, ενώ πολλοί Αθηναίοι αρνούνται να τους δεχθούν στις γειτονιές τους. Ορισμένα παραπήγματα στήνονται και στον οικισμό του Περιστερίου, οπότε και παρατηρείται πληθυσμιακή έκρηξη στην περιοχή. Το 1923, το Τμήμα Στατιστικής του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Αντιλήψεως πραγματοποιεί απογραφή μεταξύ άλλων και στην Επαρχία της Αττικής, προκειμένοι να συγκεντρώσει στοιχεία για τον αριθμό των προσφύγων. Ο μεγαλύτερος όγκος των εκδιωχθέντων προσφύγων κατοικεί προσωρινά σε εκκλησίες, σχολεία, αποθήκες, ξύλινα παραπήγματα. Τότε δημιουργείται η Επιτροπή Αποκατάστασης των Προσφύγων (ΕΑΠ) με σκοπό τη διαχείριση δανείου που εγκρίνεται το 1923 από το εξωτερικό για τη δημιουργία παραγωγικών έργων και βιομηχανιών για την απασχόληση των προσφύγων.
Οι 12 κύριοι και 34 δευτερεύοντες προσφυγικοί οικισμοί που διαμορφώνονται από την ΕΑΠ και το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας στην περίοδο του μεσοπολέμου, αποδεικνύουν το γεωγραφικό διαχωρισμό των προσφύγων. Ο αποκλεισμός τους από συγκεκριμένες ζώνες είναι προμελετημένος από την ΕΑΠ, το κράτος και τους εμπνευστές των κηπουπόλεων. Ο χώρος της αστικής τάξης επεκτείνεται προς τα βορειοανατολικά του κέντρου της Αθήνας, δημιουργώντας κηπουπόλεις όπως η Φιλοθέη, το Ψυχικό και η Εκάλη.
Από την άλλη, το Περιστέρι, μαζί με τους συνοικισμούς του Βύρωνα, της Καισαριανής, της Νέας Ιωνίας, της Κοκκινιάς, Κορυδαλλού, Αιγάλεω, Χαϊδαρίου, Νέας Χαλκηδόνας αποτελούν τους κύριους προσφυγικούς συνοικισμούς των Αθηνών και Πειραιώς, που απέχουν 1-4 χιλιόμετρα από την οικοδομημένη πόλη. Οι οικισμοί δεν εντάσσονται σε σχέδιο οικοδομικής αποπεράτωσης των συνοικισμών από την ΕΑΠ και το κράτος.
Οι φορείς όμως του σχεδίου δεν κατορθώνουν να τηρήσουν την τάξη στην επερχόμενη πολεοδόμηση που στιγματίζει τις περιοχές αυτές και τη γενικότερη μεταπολεμική οικοδομική φιλοσοφία των Αθηνών.
Οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων στις παραγκουπόλεις είναι αρκετά δύσκολες, αφού πέραν των υποτυπωδών συνθηκών υγιεινής, έρχονται συχνά αντιμέτωποι με πλημμύρες, πυρκαγιές, σκουπίδια, ανύπαρκτη συγκοινωνιακή κάλυψη, δυσοσμία, έλλειψη υδροδότησης κ.α. Παρά ταύτα, προσπαθούν με κόπο ψυχής να ανασυγκροτηθούν με τις μνήμες του παρελθόντος πολιτιστικού τους βίου, τη θρησκευτική έκφραση, την ανάπτυξη κοινωνικών δεσμών και τη δημιουργία συλλόγων για συναναστροφή. Οι πρόσφυγες τοποθετούν στο εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου την εικόνα του Αγιαντώνη που φέρνουν μαζί τους ως μοναδική αποσκευή από τον τόπο τους.[6]
Το 1927 η χώρα φαίνεται να επουλώνει τις πληγές της σταδιακά από το οδυνηρό παρελθόν και μπαίνει σε μια περίοδο που πραγματοποιούνται πολλές θεσμικές αλλαγές. Η Αθήνα μετατρέπεται σταδιακά σε μία ωραία πόλη, με μαζική κατοίκηση. Το Περιστέρι εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια πιο αργή ανάπτυξη δίνοντας την εικόνα μιας Αθήνας δύο ταχυτήτων.
Το 1930 το Περιστέρι εξακολουθεί να είναι ένας συνοικισμός με πολλά προβλήματα καθώς στερείται γενικού ρυμοτομικού σχεδιασμού καθώς εξυπηρετείται μόνο από μια λεωφόρο (σημερινή Τσαλδάρη) που συνδέει την περιοχή μέσω της Λεωφόρου Κηφισού με την Αθήνα. Όσον αφορά τους οικισμούς που φτάνουν βορειοδυτικά στο βουνό απαρτίζονται από καλύβες μέσα στα χωράφια. Οι περιοχές που βρίσκονται κοντά στον Κηφισό στολίζονται από περιβόλια και κήπους όπως η “Κουνέα”, “Νέα Κολοκυνθού”, “Άγιος Ιωάννης Θεολόγος-Μπουρνάζι” και εντάσσονται στη σημερινή βιομηχανική ζώνη, ενώ αξιωματικοί του ελληνικού στρατού κτίζουν σπίτια επάνω στο λόφο. Εκείνη την περίοδο η Αθήνα στιγματίζεται από την ανάπτυξη των πολυκατοικιών.
Μεσοπόλεμος
To 1933 το Περιστέρι αποσπάται από το Δήμο Αθηναίων και στις 18 Ιανουαρίου 1934 αναγνωρίζεται ως Δήμος, στον οποίο προσαρτώνται και οι όμοροι συνοικισμοί μαζί με το παραδοσιακό Περιστέρι. Στις 2 Νοεμβρίου 1934 διεξάγονται οι πρώτες δημοτικές εκλογές. Στις 5 Νοεμβρίου 1933 ανακοινώνεται η ίδρυση της εταιρίας «Λιγνιτωρυχεία Αττικής Α.Ε.», με σκοπό την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων κάρβουνου στην περιοχή. Οι εξορύξεις άρχισαν δύο χρόνια μετά.
Από τον Πειραιά και την Αθήνα, έως το 1936 εμφανίζονται 2.218 κατοικίες-διαμερίσματα εκ των οποίων οι 62 καταγράφονται στο Περιστέρι. Οι κάτοικοι δε της περιοχής απασχολούνται στα εργοστάσια ή με χειρωνακτικές εργασίες. Ανέρχονται περίπου σε 24.000 άτομα εκ των οποίων τα 3/4 του πληθυσμού είναι πρόσφυγες μαζί με εσωτερικούς μετανάστες και το 1/4 γηγενείς. Οι οικογένειες του Περιστερίου είναι πολυμελείς και άπορες, με μοναδικό περιουσιακό στοιχείο τις πλίνθινες κατοικίες τους που έκτιζαν μόνες τους. Η δεινή οικονομική κατάσταση αναγκάζει το Δήμο να προβαίνει σε έγκριση βοηθημάτων στις κοινωνικά ασθενέστερες ομάδες και με λαϊκά συσσίτια. Η Πόλη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προβλήματα υδροδότησης, κάτι που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τη ζωή των κατοίκων αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα με υδροφόρες των Αθηνών. Τα κατοικημένα ρέματα προκαλούσαν πλημμύρες.
Το 1934 αποφασίζεται η τμηματική καταβολή δαπανών για τη δημιουργία γεφυρών. Η αποχέτευση είναι υποτυπώδης, ενώ η ηλεκτροδότηση γίνεται επιλεκτικά. Οι λιγοστές οδικές αρτηρίες κατακλύζονται από κίνηση παρά την προσπάθεια διάνοιξης νέων σύμφωνα με το σχέδιο πόλεως. Στις 2/3/1937 αποφασίζεται η κατεδάφιση ξύλινων παραπηγμάτων για τη διάνοιξη δρόμων. Η αποζημίωση που αποφασίζεται να δοθεί ανέρχεται σε 2.000 δραχμές σε έκαστο βιοπαλαιστή. Τα δημοτικά σχολεία είναι τέσσερα, ενώ πολλά γυμνασιόπαιδα παρατούν το σχολείο καθώς δε λειτουργεί γυμνάσιο στην πόλη. Στήριξη στο πρόβλημα των αναλφάβητων δημοτών δίνει το Νυχτερινή Σχολή που λειτουργεί το 1936, μέσω χρηματοδότησης από την Εξωραϊστική Λέσχη Περιστερίου.
Το 1940 καταργούνται κάποιοι οικισμοί από το Δήμο και η οντότητα που παραμένει ως Περιστέρι αποσπάται από την Αττικοβοιωτία και προσαρτάται στην Αττική.
Κατοχή – Εθνική Αντίσταση
Η σταδιακή συγκρότηση της πόλης ανακόπτεται το 1940 με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα του Εμφυλίου. Όπως πολλές πόλεις της Ελλάδας, έτσι και το Περιστέρι είχε τη δική του πορεία στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης. Συχνά διεξάγονταν μικρές και μεγάλες μάχες στην περιοχή όπως η Μάχη του 1944 στην Αγία Τριάδα όπου σκοτώνεται ο Διοικητής του 3ου Τάγματος του ΕΛΑΣ και επικεφαλής της μάχης, Καπετάν Έκτορας, προκειμένου να αποτραπεί η είσοδος των Γερμανών στην πόλη. Στο Περιστέρι, ο ΕΛΑΣ δρα με τον 3ο και 4ο Λόχο και το ΕΑΜ με την ίδρυση της Εθνικής Αλληλεγγύης ενισχύει τις οικογένειες των θυμάτων και μεριμνά για τη στήριξη των κατοίκων.
Οι μεγάλοι χώροι εργασίας και οι εργοστασιακές μονάδες της ευρύτερης περιοχής όπως το λιγνιτωρυχείο, το κλωστοϋφαντουργείο Λαναρά, η Γαλαζόπετρα στο Ποικίλο Όρος, η ΒΙΟ στο Μεταξουργείο κ.ά. προστατεύονταν από τον ΕΛΑΣ και το εργατικό ΕΑΜ. Γι’ αυτό άλλωστε οι Ιταλοί και έπειτα οι Γερμανοί περνούσαν με ιδιαίτερη δυσκολία για να πάνε στο λιγνιτωρυχείο στο κάρβουνο που βρισκόταν πάνω από τη Λεωφόρο Θηβών.
Μια από τις πιο ηρωικές και αιματηρές σελίδες της ιστορίας της Πόλης αποτελεί το μπλόκο των Γερμανών στη συνοικία Λόφος Αξιωματικών στις 6/7/1944, όταν πάνω από 200 άτομα οδηγούνται σε στρατόπεδα της Αθήνας και της Γερμανίας.
Στο Περιστέρι καταφθάνουν δυνάμεις από του ΕΛΑΣ από την επαρχία, κυρίως από Πελοπόννησο, προκειμένου να πολεμήσουν στην αθηναϊκή σύγκρουση το Δεκέμβρη του 1944. Άνδρες και γυναίκες γίνουν το παρών σε αποστολές και ορισμένοι συνεχίζουν με την επάνοδο της δημοκρατίας να δραστηριοποιούνται στην τοπική κοινωνία.
Μεταπολεμική ανάπτυξη
Η κατάσταση στους συνοικισμούς και μετά τον πόλεμο εξακολουθεί να είναι άσχημη λόγω των πλημμυρών και της έλλειψης ηλεκτροφωτισμού. Οι ασθένειες, η φτώχεια, η απώλεια αγαπημένων προσώπων συνθέτουν το σκοτεινό τοπίο της ζωής στην πόλη, με τους δημότες να στηρίζονται πολλές φορές στις επιχορηγήσεις του Δήμου ανάλογα με την πολιτική τους ταυτότητα. Πολλοί επαρχιώτες εκδιώκονται από τις τοπικές κοινωνίες τους και αναζητούν φθηνή κατοικία κοντά στην Αθήνα. Επιλέγουν το Περιστέρι για τα οικονομικά του οικόπεδα και ξεκινάει κάπως έτσι ένα δεύτερο κύμα μαζικής δόμησης με Θεσσαλούς, Ηπειρώτες, Πελοποννήσιους και Κρητικούς. Το 1949 οι συνοικισμοί “Ανθούπολις”, “Άγιος Ιερόθεος” και “Άγιος Γεώργιος” αποσπώνται από την Κοινότητα Λιοσίων (Ίλιον) και προσαρτώνται στο Περιστέρι. Έως τότε οι καταυλισμοί σύμφωνα με το Υπουργείο Κρατικής Υγιεινής και Αντίληψης ανέρχονται σε 120.
Σταδιακά τοποθετούνται κρουνοί και γίνονται διακλαδώσεις σωληνώσεων για την εξυπηρέτηση των υδροδροτικών αναγκών της Πόλης. Ο προγραμματισμός δημιουργίας νέων ή συντήρησης παλαιών οδών όπως η Βασιλέως Αλεξάνδρου, η Αγίου Αντωνίου, η Παναγή Τσαλδάρη και η Αγίου Ιερόθεου εντατικοποιείται καθώς η Πόλη μεγαλώνει.
Η άνευ σχεδίου δόμηση είναι ένα σοβαρό ζήτημα που μεταξύ άλλων Δήμων απασχολεί και το Περιστέρι σε αντίθεση με τις κηπουπόλεις του λεκανοπεδίου. Από αυτό το φαινόμενο στιγματίζονται τα Δυτικά Προάστια. Η αυθαίρετη δόμηση αποτελεί πληγή της πόλης με τα κατακερματισμένα και εκτός σχεδίου μικρά γήπεδα να οικοδομούνται σε χρόνο ρεκόρ. Οι γειτονιές αυτές αποτελούν λόγο συζητήσεων μεταξύ των κατοίκων του Παλαιού Περιστερίου καθώς στέκονται αιτία πλημμυρών, μολύνσεων και κακών συνθηκών για την Πόλη γενικότερα, ενώ αντιμετωπίζονται ως απόκληροι της ελληνικής πολιτείας. Το 1951 ιδρύεται το Σωματείο Κατάργησης Παράγκας Περιστερίου με σκοπό την αντικατάσταση των παραπηγμάτων με λαϊκές κατοικίες ή τη χορήγηση οικοπέδων ώστε σε συνεργασία με άλλα σωματεία να μπορέσουν να πιέσουν την Υπουργό Πρόνοιας να διανείμει 120-130 ακάλυπτα οικόπεδα της πόλης στην Παμπροσφυγική Ένωση για το μοίρασμά τους στους πρόσφυγες. Έως τότε μόνο η περιοχή του κέντρου είναι ενταγμένη στο σχέδιο πόλεως που συγκεντρώνει την εμπορική κίνηση του Περιστερίου.
Το 1956 οι κάτοικοι της Ανθούπολης εξεγείρονται επειδή εξαιτίας της διάνοιξης στοών, σπίτια αρχίζουν να καθιζάνουν και ρωγμές να δημιουργούνται στους τοίχους. Το αποτέλεσμα ήταν τα λιγνιτωρυχεία να πάψουν τη λειτουργία τους και οι υπεύθυνοι να δικαστούν τον επόμενο χρόνο.
Αρχίζει πλέον να γίνεται κουβέντα και για ένταξη περιοχών στο σχέδιο πόλεως. Στα χρόνια που ακολουθούν οικοδομούνται τα πρώτα υποτυπώδη σχολεία, δημόσια και ιδιωτικά. Οι νυκτερινές σχολές στην περιοχή συνεχίζουν το έργο τους προσθέτοντας στο δυναμικό τους και τη Νυκτερινή Σχολή “Ελληνική Μέριμνα”. Το 1959 εγκαινιάζεται το Αστικό Κέντρο Περιστερίου της Βασιλικής Πρόνοιας για την απασχόληση των παιδιών στον ελεύθερο χρόνο τους.
Σύγχρονη Εποχή
Στα χρόνια που ακολουθούν εντάσσονται κεντρικές γειτονιές όπως το Μπουρνάζι στο σχέδιο πόλεως κι έπειτα πιο ορεινές συνοικίες. Μέχρι και το 1960 η περιοχή είναι γεμάτη χωράφια και κήπους που στα χρόνια που ακολουθούν αντικαθίστανται από κατοικίες, βιομηχανίες, εργοστάσια και αποθήκες. Το 1970 εντάσσονται η Κηπούπολη και η Ανθούπολη, ενώ οι περισσότερες γειτονιές είναι άναρχα κτισμένες. Οι συγκοινωνίες είναι προβληματικές και οι δρόμοι επικίνδυνοι. Η τοπική αυτοδιοίκηση δεν αντέχει το υψηλό κόστος των έργων υποδομής και ζητά δάνειο για την κατασκευή δρόμων, ενώ οι κάτοικοι αδυνατούν ακόμη και να ανταπεξέλθουν στο κόστος του εισιτηρίου των αστικών συγκοινωνιών. Οι ιατρικές υποδομές είναι ανύπαρκτες ενώ η καθημερινότητα των πολιτών φαίνεται δύσκολη.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’50 άρχισε να κατοικείται η περιοχή του Άνω Λόφου, μεγάλα χωράφια και δρόμοι χωμάτινοι ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Στην περιοχή του Άνω Λόφου εγκαθίστανται άνθρωποι φτωχοί, άνθρωποι του μεροκάματου που έχουν φθάσει από την επαρχία και αναζητούν μια καλύτερη ζωή.
Το 1974 με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ιδρύθηκε η Ιερά Μητρόπολις Περιστερίου, με απόσπαση των ενοριών του Περιστερίου από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Ως Μητροπολιτικός Ναός καθιερώθηκε ο Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου των Μικρασιατών, ένας από τους παλαιότερους Ναούς της πόλεως του Περιστερίου που κτίσθηκε από τους πρόσφυγες εκ Μικράς Ασίας το 1928. Σήμερα λειτουργούν στη Μητρόπολη 18 ενοριακοί Ναοί και 20 παρεκκλήσια.
Με την εφαρμογή της νέας διοικητικής διαίρεσης της χώρας κατά το Πρόγραμμα Καλλικράτης το 2011 ουδεμία μεταβολή επήλθε στο Δήμο Περιστερίου, σύμφωνα με το άρθρο 1 § 5.1.Β αυτού.