Φορώντας τη ειδική μάσκα στο πρόσωπο της και ένα μεγάλο καπέλο έφτασε λίγο πριν τις εννέα το πρωί στο δικαστήριο η Ιωάννα Παλιοσπύρου για να είναι παρούσα στη δίκη που ξεκινά για την επίθεση σε βάρος της με βιτριόλι τον Μάιο του 2020 στην Καλλιθέα.
Η Ιωάννα έφτασε συνοδευόμενη από τους δικηγόρους της Απόστολο Λύτρα και Νίκο Αλεξανδρή και συγγενικά της πρόσωπα αποφεύγοντας να κάνει οποιαδήποτε δήλωση για την ουσία της υπόθεσης. Πριν την έναρξη της διαδικασίας συνομιλούσε με τους δικηγόρους της, σχολιάζοντας ότι δεν ενοχλήθηκε από την τόσο έντονη παρουσία των μέσων ενημέρωσης έξω από το κτίριο.
Λίγο, αργότερα ο δικηγόρος της κατηγορούμενης Σάκης Κεχαγιόγλου την προσέγγισε για να της μιλήσει. Ο κ. Κεχαγιόγλου εξέφρασε τη συμπόνια του στο θύμα της άγριας επίθεσης, ζητώντας από το θύμα να μην τον παρεξηγήσει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αφού θα κάνει απλώς τη δουλειά του.
Το εδώλιο της κατηγορουμένης πάντως είναι κενό καθώς τουλάχιστον για σήμερα η δράστης επέλεξε να μην είναι παρούσα και να εκπροσωπηθεί από το δικηγόρο της όπως προβλέπει ο νόμος.
«Σκοπός της ήταν να με σκοτώσει»
«Δεν είναι «Άρλεκιν». Πρόκειται για την ζωή μου, που την κατέστρεψε και συνεχίζει να διαψεύδει τα στοιχεία που είναι συντριπτικά εις βάρος της. Σκοπός της ήταν να με σκοτώσει. Όταν δεν το κατάφερε, έψαχνε τρόπο να συνεχίσει το εγκληματικό σχέδιο της, ρωτώντας οικείο μου πρόσωπο πώς μπορεί να με επισκεφθεί στο νοσοκομείο». Με τα λόγια αυτά η Ιωάννα Παλιοσπύρου λίγες ημέρες πριν ανοίξει η αυλαία της πολύκροτης δίκης για τη επίθεση με το βιτριόλι εναντίον της είχε δώσει το πρώτο στίγμα της πολυαναμενόμενης κατάθεσης της.
Η παθούσα παρά τα σοβαρά εγκαύματα που προκάλεσε η επίθεση σε βάρος της αποφάσισε να εμφανιστεί ενώπιον της δικαιοσύνης.
Όχι για να σοκάρει με την εικόνα της την κοινή γνώμη, ούτε να προκαλέσει τον οίκτο κανενός, αλλά για να «μιλήσει» με αποδείξεις και στοιχεία για ένα έγκλημα εν αναμονή της τιμωρίας της κατηγορούμενης.
«Ξέρω πως πολλοί δεν κατανοούν… δεν αντιλαμβάνονται… πόσο πόνο, πόση αδικία και πόση απόγνωση κρύβει αυτή η φωτογραφία. Είναι μόνο μια ένδειξη… από το πρώτο μου χειρουργείο. Θα ακολουθήσουν δεκάδες. Όχι για να γίνω όμορφη γυναίκα, μόνο για να είμαι φυσιολογικός άνθρωπος. Ποια δικαιοσύνη το αποκαθιστά αυτό; 15/9», …συνοδεύοντας με λόγια δύο φωτογραφίες αμέσως μετά την επίθεση που αποφάσισε να δημοσιοποιήσει λίγο πριν την έναρξη της δίκης.
Σύμφωνα με τους δικαστές που εξέδωσαν το παραπεμπτικό βούλευμα, υιοθετώντας την πρόταση του εισαγγελέα πρωτοδικών Γιώργου Νούλη, « στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την κατά νόμο έννοια της πράξης της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση που τελέστηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση σε βάρος της κατηγορουμένης. Ειδικότερα, είναι προφανής ο ανθρωποκτόνος δόλος της που ευκρινώς συνάγεται: α) από το μέσο της επίθεσης, ήτοι καυστική χημική ουσία μεγάλης επικινδυνότητας β) από τη σοβαρή ποσότητα αυτής που έριψε κατά της παθούσας και την μεγάλη πυκνότητα της σύστασης της, που την καθιστούσε επαρκή για τη θανάτωση της τελευταίας σε περίπτωση κατάποσης ή εισπνοής της γ) από την εγγύτητα και την ορμή της εκδήλωσης της επίθεσης της δ) από τα ζωτικά σημεία του σώματος του θύματος στα οποία το έπληξε (στοματική κοιλότητα, αναπνευστικές οδοί, οφθαλμοί, πρόσωπο) και ε) από την τελικώς επελθούσα βλάβη σε καίρια όργανα αυτού».
Στο ίδιο βούλευμα περιγράφεται το εφιαλτικό σκηνικό που έστησε η κατηγορουμένη προκειμένου να επιτεθεί στην Ιωάννα. Ένα έγκλημα που σχεδίασε και τέλεσε με «ευκολία, μεθοδικότητα και ψυχρότητα». Σύμφωνα με τον εισαγγελέα η 35χρονη Έφη, στις 18 Μαΐου του 2020, δηλαδή δυο ημέρες πριν επιτεθεί στην άτυχη κοπέλα επισκέφθηκε κατάστημα πώλησης φυτών και φυτοφαρμάκων στην Καλλιθέα, κοντά την εταιρεία που εργάζονταν η Ιωάννα «και ζήτησε να προμηθευτεί βιτριόλι». Την επόμενη κιόλας ημέρα «έχοντας καταλήξει στο σχέδιο φόνευσης της Παλιοσπύρου» αποφάσισε να εκτελέσει το έγκλημά της. Κάλεσε ταξί από καρτοτηλέφωνο της Λ. Συγγρού, για να την παραλάβει από σημείο της Καλλιθέας. Δήλωσε πως είναι ομογενής από τις ΗΠΑ. Ζήτησε από την οδηγό του ταξί να την περιμένει για περίπου 25 λεπτά και έχοντας καλύψει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της –«έφερε περούκα καστανού χρωματισμού, φορούσε καμπαρντίνα, γάντια και βαριά για την εποχή ενδύματα» – μετέβη στον τόπο εργασίας της Ιωάννας προκειμένου να της επιτεθεί με το οξύ. Πλην όμως, την ημέρα εκείνη «για άγνωστο λόγο» δεν εκτέλεσε το σχέδιο της «προφανώς γιατί δεν έκρινε τις συνθήκες πρόσφορες προς τούτου». Κάτι, που έκανε εν τέλει, μια ημέρα αργότερα, ήτοι στις 20 Μαΐου του 2020, σημαδεύοντας για πάντα το σώμα αλλά και την ψυχή της Ιωάννας.
Από την πλευρά της η κατηγορούμενη η οποία παρά τα επιβαρυντικά για την ίδια στοιχεία της δικογραφίας ομολόγησε την πράξη της σχεδόν μετά από ένα χρόνο στη φυλακή υποστηρίζει ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει την Ιωάννα.
Οι τέσσερις ένορκοι και οι τρεις τακτικοί δικαστές που συγκροτούν το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο καλούνται μέσα από τη διαδικασία να φωτίσουν όλες τις πλευρές τις ιστορίας και με την ετυμηγορία του να αποδώσουν δικαιοσύνη και να στείλουν το δικό τους μήνυμα στην κοινωνία.