Τα Χριστούγεννα κατά τους πρώτους αιώνες δε γιορταζόταν ως αυτοτελής γιορτή, αλλά συνεορταζόταν µε τα Θεοφάνεια, στις 6 Ιανουαρίου.
Κατά τον Δ’ αιώνα η γιορτή µεταφέρθηκε στις 25 Δεκεµβρίου1 µετά από πολλές συζητήσεις, καθώς δεν υπήρχε καµιά αναφορά στα άγια κείµενα. Ο πρώτος εορταστικός λόγος που εκφώνησε ο Γρηγόριος Θεολόγος στην Κωνσταντινούπολη, την ηµέρα των Χριστουγέννων του 380 µ.Χ., άρχιζε µε το: «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστός ἐξ ουρανῶν, ἀπαντήσατε, Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε».
Οι Βυζαντινοί συχνά κατά την ηµέρα των Χριστουγέννων έφτιαχναν µέσα στην εκκλησία οµοίωµα σπηλαίου και φάτνης, µέσα στην οποία τοποθετούσαν ένα βρέφος. Τη δεύτερη ηµέρα των Χριστουγέννων συνήθιζαν να προσφέρουν σαν δώρο, στα σπίτια που είχαν λεχώνες, το «λοχόζεµα» (ζωµός από σιµιγδάλι, βούτυρο και µέλι) που ήταν καλό για τη γαλουχία.
Τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα στους δρόµους καθ’ όλο το Δωδεκαήµερο, από το ξηµέρωµα µέχρι το δειλινό2. Κάλαντα έλεγαν εκτός από τα παιδιά και οι µεγάλοι µε µουσικά όργανα, και βέβαια δεν έφευγαν… αν δεν αµείβονταν.
Τις µέρες όµως του Δωδεκαηµέρου κυκλοφορούσαν και µεταµφιεσµένοι, που γίνονταν ιδιαίτερα ενοχλητικοί στον κόσµο. Επίσης κατά τα Χριστούγεννα γίνονταν ιπποδροµικοί αγώνες παρουσία του βασιλέα, αλλά δεν ήταν αρεστό στην Εκκλησία και κατά καιρούς έπαυαν. Έτσι βρίσκουµε στον Νοµοκάνονα του Μεγάλου Φωτίου, ότι κατά τα Χριστούγεννα και τα Φώτα «οὐ τελεῖται θέα».
Ο βασιλέας πήγαινε στην Αγια-Σοφιά διασχίζοντας τη Μέση Οδό, ντυµένος µε χλαµύδα και στέµµα, όπως περιγράφει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, συνοδευόµενος από πατρίκιους, συγκλητικούς και στρατηγούς σε µεγάλη ποµπή, ενώ τον επευφηµούσαν οι Πράσινοι κι οι Βένετοι: «πολλοί ὑµῖν οἱ χρόνοι», «πολλά, πολλά, πολλά ἔτη εἰς πολλά» κ.τ.λ.. Όταν έφθανε στην Αγια-Σοφιά, ο ανώτερος αυτοκρατορικός υπάλληλος (ο «πραιπόσιτος») του αφαιρούσε το στέµµα, συναντούσε τον Πατριάρχη στον νάρθηκα και έµπαιναν µαζί στον ναό. Την ηµέρα των Χριστουγέννων δινόταν γεύµα στο παλάτι, στο οποίο, εκτός από τους
επίσηµους συγκλητικούς και άρχοντες, ήταν καλεσµένοι και 12 φτωχοί (σαν τους 12 αποστόλους), ενώ οι χοροί της Αγια-Σοφιάς και των Δώδεκα Αποστόλων έψαλλαν: «Ἡ γέννησίς σου Χριστέ ὁ Θεός ἡµῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσµῳ τό φῶς τό τῆς γνώσεως».
Ο εορτασµός της 1ης Ιανουαρίου (οι λεγόµενες «Καλένδες») ήταν καθιερωµένος στη Ρώµη από τον Α’ π.Χ. αιώνα.
1 Την ηµέρα αυτή οι εθνικοί γιόρταζαν τον αήτητο ήλιο.
2 Ο Ιωάννης Τζέτζης τον ΙΒ’ αιώνα γράφει χαρακτηριστικά: «Καί ὅσοι κατ’ ἀρχίµηνον τήν Ἰανουαρίου καί τῇ Χριστοῦ γεννήσει δέ καί Φώτων τῇ ἡµέρα, ὁπόσοι περιτρέχουσι τάς θύρας προσαιτοῦντες µετά ὠδῶν καί ἐπωδῶν καί λόγους ἐγκωµίων».
Πόντιοι και Καππαδόκες ονόµαζαν ανέκαθεν «Κάλαντα» την 1η Ιανουαρίου, «Καλαντάριν» τον µήνα Ιανουάριο και «κάλαντα» τα ευχετήρια άσµατα. Οι πόρτες των σπιτιών στολίζονταν µε κλαδιά δάφνης και ελιάς, αλλά και λεπτοκάρυα (φουντούκια). Μέριµνα και προσπάθεια όλων ήταν να περάσουν όσο γίνεται καλύτερα την Πρωτοχρονιά… «Εὐφροσύνης ἐπιτηδεύοντες» (Γρηγόριος Νύσσης). Αντάλλασσαν µεταξύ τους δώρα (ή χρηµατικά ποσά), τα δε παιδιά ευχόµενα στους γονείς και τους οικείους έπαιρναν νοµίσµατα. Ακόµη περιφερόµενα στις γειτονιές έψαλλαν τα κάλαντα, πρόσφεραν στον κόσµο φρούτα µε µικρό νόµισµα καρφωµένο επάνω τους και δέχονταν διπλάσιο νόµισµα σαν αντίδωρο.
Μάζευαν µάλιστα (εκτός από νοµίσµατα) αυγά και κότες για τους ίδιους και τους δασκάλους τους!
Κατά τις «Καλένδες»-«Καλάνδες», δέχονταν επίσης δώρα οι γιατροί, οι δάσκαλοι και τα δώρα αυτής της µέρας λεγόταν «Καλανδικά».
Συνήθιζαν επιπλέον να µεταµφιέζονται σε ζώα (τράγους, καµήλες, ελάφια), να χορεύουν και να πηδούν στους δρόµους, να θορυβούν, να πίνουν, να κτυπούν τις πόρτες των σπιτιών… κι έτσι να µην αφήνουν τους άλλους να κοιµηθούν.
Παράλληλη συνήθεια-έθιµο, που διατηρήθηκε µέχρι τις µέρες µας, είναι οι Καλικάντζαροι κι άλλοι παρόµοιοι εορτασµοί, όπως τα Ραγκουτσάρια της Καστοριάς, οι Μωµόγεροι του Πόντου, οι µεταµφιέσεις στο Βελβενδό, τα παγανά της Ηπείρου, οι Γκριντάδες των Χασίων (Γρεβενά) κ.α.. Μεγάλη σηµασία έδιναν, στο ποιος θα µπει πρώτος στο σπίτι τους. Κατά τις «Καλάνδες» γινόταν η ποµπή της Υπατείας, κατά την οποία ο νεοεκλεγείς ύπατος µοίραζε χρυσά νοµίσµατα.
Τη 2η µέρα έπιναν και εκύβευαν στα σπίτια και την 3η ηµέρα άρχιζαν οι ιππικοί αγώνες, στο δε παλάτι ο βασιλέας καλούσε τους συγκλητικούς σε γεύµατα και θεάµατα (παραστάσεις µε µίµους) και παράλληλα τους µοίραζε δώρα.
Επίσης στο παλάτι γίνονταν µεταµφιέσεις την ενάτη µέρα µετά τα Χριστούγεννα, στο δεκαεννεακκούβιτο (δεκαεννέα ακκούβιτα-ανάκλιντρα), όπου έτρωγαν οι προσκεκληµένοι και έπαιζαν το «Γοτθικόν». Στα δεξιά της αίθουσας ήταν ο πρόεδρος των Βένετων µε «αὐλητές» (µουσικούς µε αυλούς), στα αριστερά αντίστοιχα ο πρόεδρος των Πράσινων µε τους δικούς του, και πίσω τους οι Γότθοι µε τις γούνες τους ανάποδα φορεµένες, µε ασπίδα στο ένα χέρι και βέργα στο άλλο. Όταν δινόταν το σύνθηµα από τον υπεύθυνο του παιχνιδιού, έκαναν τρέχοντας κύκλους γύρω από το τραπέζι, κραυγάζοντας ακατάληπτες λατινικές ευχές προς τον βασιλέα, ενώ οι δήµοι έλεγαν τις δικές τους ευχές: «Πολυχρόνιον ποιήσαι ὁ Θεός τήν ἁγίαν βασιλείαν σας».
Δέσποινα Αμασλίδου, απόσπασμα από το βιβλίο «Όσα δεν ήξερα για το Βυζάντιο»