Προσπαθείς να το εκλογικεύσεις, δεν μπορείς, δεν είναι απλό – κάθε άλλο. Είναι αυτή η «φύση» της φοβίας.
Να σου παραλύει το μυαλό, να σε κάνει δέσμιό της. Όλοι έχουμε τέτοιες, περισσότερο ή λιγότερο.
Ο Δημήτρης Χορν, αυτός ο τεράστιος ηθοποιός, δεν ήταν εξαίρεση. Οι αρρώστιες. Αυτός ήταν ο εφιάλτης του, αυτό δεν άντεχε ως σκέψη. Μια χαριτωμένη αδυναμία ενδεχομένως για κάποιον εξωτερικό παρατηρητή, με την επιείκεια που πάντα χαρίζουμε στις ιδιοτροπίες των σπουδαίων.
Ωστόσο, για τον ίδιο τον Χορν, τίποτα το ανάλαφρο δεν υπήρχε σε αυτό. Τον παρέλυε, δεν τον άφηνε σε ησυχία. Το πόσο πολύ συνοψίζεται και από τα όσα αποκάλυψε ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης στο βιβλίο του με τίτλο «100 χρόνια Δημήτρης Χορν: Η τελειότητα της γοητείας».
Το σπίτι του Έλληνα ηθοποιού ήταν κυριολεκτικά απέναντι στο Προεδρικό Μέγαρο. Μπορούσε, που λέει ο λόγος, να βγάλει το χέρι από το παράθυρό του και να ακουμπήσει το ιστορικό κτήριο. Στο κέντρο της Αθήνας, σε ένα σημείο που οτιδήποτε χρειαζόταν σε περίπτωση σοβαρού περιστατικού υγείας, βρισκόταν σε απόσταση βολής. Αν δηλαδή ήθελε ασθενοφόρο, θα ερχόταν αμέσως.
Όμως ούτε αυτό ήταν ικανό να κατευνάσει το φόβο του. Και τι είχε κάνει για να αισθάνεται (κάπως πιο) ασφαλής; Είχε προσλάβει 3 οδηγούς, οι οποίοι έκαναν 8ώρες βάρδιες ημερησίως ο καθένας ώστε ανά πάσα στιγμή του 24ώρου να ξέρει πως υπήρχε άνθρωπος να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο αν τυχόν χρειαζόταν!
Υπερβολή; Προφανώς. Όμως μπορούσε οικονομικά και πρακτικά να το κάνει, ενώ όπως είπαμε και παραπάνω, οι γύρω του το εισέπρατταν ως μια αστεία παραξενιά του.
Γιατί, σε τελική ανάλυση, αυτό ήταν το μεγαλύτερο προσόν του Δημήτρη Χορν. Εξέπεμπε μια λάμψη στους γύρω του, ήταν τόσο ταλαντούχος στο λόγο του και τόσο οξυδερκής στη σκέψη του, ώστε σε μάγευε και ξέχναγες οτιδήποτε άλλο. Μια γοητεία σχεδόν μυστικιστική. Που μπολιάστηκε και με την απαραίτητη δόση τύχης. Γιατί δεν έκανε περισσότερες από 10 ταινίες στην καριέρα του. Ήταν, ωστόσο, όλες καλές και αυτό συνέτεινε τα μέγιστα στο να καθιερωθεί στις συνειδήσεις του κοινού,
Παρά τα μέτρα που έπαιρνε για να προστατευτεί, το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο. Ο Δημήτρης Χορν έφυγε από τη ζωή στην αυγή του 1998, στα 77 του, «ύστερα από μακρά και επίπονη ασθένεια», όπως είχε ανακοινωθεί τότε, αυστηρά και λακωνικά, από το Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν. Η πικρή αλήθεια είναι πως αυτός ο παροιμιώδης αρρωστοφοβικός άνθρωπος πέρασε τα τελευταία του χρόνια όπως έτρεμε. Καμιά φορά λένε πως σου τυχαίνει αυτό που φοβάσαι πιο πολύ. Λες και στην προσπάθειά σου να το ξορκίσεις, καταλήγεις να το έλκεις με έναν τρόπο που βεβαίως δεν εξηγείται λογικά.
Ο αποκαλούμενος και «πρίγκιπας του ελληνικού θεάτρου» είχε αρκετά χρόνια πριν το θάνατό του αποσυρθεί από το προσκήνιο, τα κοινά. Η μνήμη και η όρασή του τον είχαν σχεδόν πλήρως εγκαταλείψει. Πρώτα υποβλήθηκε σε εγχείρηση καρδιάς, μετά τον βρήκαν κάποια εγκεφαλικά και το 1994, η νόσος του Αλτσχάιμερ. Ο καρκίνος ήταν το τελευταίο «χτύπημα» από το οποίο δεν μπορούσε πια να ξεφύγει δεδομένης της συνολικής κατάστασής του.
Ανήμπορος ων, είχε αφεθεί στις φροντίδες ενός πιστού του φίλου, του Θεοδόση Ισαακίδη, οποίος έκανε τα πάντα ώστε το φευγιό του μεγάλου καλλιτέχνη να είναι όσο το δυνατόν πιο αξιοπρεπές και ανώδυνο.
Αναρωτιέται κανείς αν ο Δημήτρης Χορν, αυτός ο γεμάτος ζωή άνθρωπος, είχε στα στερνά του χάσει τη δύναμη του να παλεύει. «Αυτό το κοστουμάκι δεν μου πάει καθόλου», είχε πει σε ένα φίλο του, όσο ακόμα διατηρούσε τη λάμψη του κοφτερού μυαλού του.
Ηθοποιός σημαίνει φως, μας έλεγε με αυτή την τόσο χαρακτηριστική και ελκυστική φωνή του. Βραχνή και μελωδική, ειρωνική και αβέβαιη, θεατρική. Αυθεντική. Και ο Δημήτρης Χορν ήταν ένας υπέροχα φωτεινός άνθρωπος και επαγγελματίας.
Μπορεί η αυλαία του βίου του σε αυτόν τον κόσμο να μην έπεσε με καλό τρόπο, αλλά νωρίτερα, σίγουρα έζησε όπως ήθελε, όπως όρισε. Αγαπήθηκε και αγάπησε. Αξιοποιώντας στο μέγιστο το χρόνο που του δόθηκε. Χωρίς… φόβο αλλά με πάθος.