Υπάρχουν μερικά πράγματα που μεγαλώνοντας τα ξεχνάς. Παρότι κάποτε σήμαιναν πολλά για σένα.
Όπως για παράδειγμα αυτό το χαλί. Ζέσταινε το παιδικό μου δωμάτιο για πολλά χρόνια. Οι γονείς μου το’ χανε αγοράσει από κάποιον συνεταιρισμό – ούτε θυμάμαι πια. Έπιανε όλο σχεδόν το πάτωμα του δωματίου μου, αν εξαιρέσεις τον χώρο του κρεβατιού.
Επάνω του καθόμουν (κι ας μ’ έτρωγε λίγο ο ποπός μου – βλέπεις ήτανε πολύ τραχύ και τότε δεν δίνανε σημασία σ’ αυτά), επάνω του έπαιζα με τις κούκλες μου, έστρωνα τα μπλοκ μου και ζωγράφιζα, επάνω του έφτιαχνα ιστορίες, ταιριάζοντας τις φιγούρες – αυτός εδώ ο μπαμπάς, εκείνη η μαμά, η αδερφή, ο μικρός Σ, η κότα που κάνει αβγά, να κι ο κόκορας και το κορίτσι με τα τρία πόδια που ήξερε καλό κολύμπι.
Κάποια στιγμή το χαλί έφυγε από το δωμάτιο. Μεγάλωσα. Δεν το ήθελα, τι να τα κάνω τα παιδάκια και τις κοτούλες ρε μαμά, ούτε καν χρώματα δεν χωράγανε στην εφηβεία μου. Έφυγε μαζί με τα παραμύθια και τις μπάρμπι και ξεχάστηκε. Ποτέ δεν ρώτησα όμως τι απέγινε, ποιος το πήρε. Δεν με ένοιαζε· μόνο οι μπάρμπι με νοιάζανε ακόμη παρόλο που δεν το ομολογούσα.
Μέχρι που μια ωραία γιορτινή βραδιά το ξανασυνάντησα. Δεν θα σου πω πού. Το μόνο που θα σου πω είναι ότι τώρα βρήκε μια δεύτερη, καλύτερη και μεγαλύτερη τελικά ζωή – κι εγώ μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να το βλέπω κάπου κάπου και να θυμόμαστε παρέα τα παλιά.
Αλεξάνδρα Χαΐνη