Στις αρχές Μάιου του 1821 μαθεύτηκε στο στρατόπεδο των επαναστατών ότι καταφθάνει ο υποδιοικητής του Χουρσίτ Πασά, που πολιορκούσε τα Γιάννενα, με σκοπό να καταπνίξει την επανάσταση στην Πελοπόννησο.

Οι πληροφορίες έκαναν λόγο για 3500 Αλβανούς πεζούς συνοδευόμενους από ιππικό.
Κατά τον Φωτάκο «θα ήταν και περισσότεροι διότι πάντοτε ελέγαμεν μικροτέρους αριθμούς δια να μη δειλιούν οι στρατιώται»*.
Ο Φωτάκος, μέμφεται τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος διατείνεται ότι οι Πελοποννήσιοι έλυσαν την πολιορκία της Κορίνθου και μόνο στο άκουσμα της άφιξης του Κεχαγιά μπέη.
Συνεχίζει να κατηγορεί τον Τρικούπη γιατί δεν αναφέρει πως οι Πελοποννήσιοι είχαν στείλει επιστολές στους Μεσολογγίτες και στους Γαλαξιδιώτες να μη μεταφέρουν τους Τούρκους στην Πελοπόννησο με τα καΐκια τους ενώ ήταν οι ίδιοι πρόθυμοι να πληρώσουν την οικονομική ζημία που θα υφίσταντο.
Τελικά, μόνο οι Γαλαξιδιώτες ακολούθησαν την συμβουλή των Πελοποννησίων ενώ οι Μεσολογγίτες μετέφεραν στην Πελοπόννησο καθημερινώς Τούρκους μαζί με τον αρχηγό τους.
Κλείνοντας, ο Φωτάκος δεν κατηγορεί τους Μεσολογγίτες για την πράξη τους αλλά τον Τρικούπη, επειδή δεν αναφέρει το γεγονός: «Ημείς εδώ δεν κατηγορούμεν τους αδελφούς μας Μεσολογγίτας, αλλά παραπονούμεθα δια ποταπάς ύβρεις, με τας οποίας αφθόνως ο ιστορικός μας φορτώνει τους Πελοποννησίους».
Πηγή:* Φωτάκος, Απομνημονεύματα, σελ.53.
