Στην άλωση της Τριπολιτσάς τον Σεπτέμβριο του 1821 αιχμαλωτίστηκαv μεταξύ άλλων και οι γυναίκες του χαρεμιού του Χουρσίτ πασά, ο οποίος πολεμούσε τον Αλή στα Ιωάννινα.
Ο Τούρκος στρατηγός θέλοντας να διαπραγματευτεί την απελευθέρωση του χαρεμιού του ζήτησε τη διαμεσολάβηση του επισκόπου Ιωαννίνων Γαβριήλ, ο οποίος συνέγραψε επιστολή εκ μέρους του Χουρσίτ, ζητώντας από τους επαναστατημένους και ιδιαιτέρως από τον Υψηλάντη την απελευθέρωση των γυναικών.
Την ίδια στιγμή όμως απέστειλε και δικούς του ανθρώπους για να μεταφέρουν τις προτάσεις του μαζί με μια επιστολή προς τις γυναίκες του χαρεμιού. Η επιστολή διασώζεται στην Τουρκική γλώσσα από τον Φιλήμονα.
Στο γράμμα του, προσπαθεί να παρηγορήσει τις αγαπημένες του και τους ζητεί να μη μελαγχολούν, γιατί ήταν γραφτό να συμβεί αυτό που έπαθαν. Διαβεβαιώνει όμως ότι προτίθεται να πράξει ό,τι μπορεί προκειμένου να τις απελευθερώσει.
Η συμφωνία της απελευθέρωσης περιελάμβανε και Τούρκους μπέηδες, όπως επίσης και τον Κεχαγιά μπέη, τον υποδιοικητή του Χουρσίτ, ο οποίος είχε σταλεί από τα Ιωάννινα για να λύσει την πολιορκία της Τρίπολης.
Οι Έλληνες ζήτησαν να απελευθερωθούν σε αντάλλαγμα Έλληνες αιχμάλωτοι του πασά μαζί με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό.
Η συμφωνία όριζε να γίνει η ανταλλαγή αιχμαλώτων στην Κόρινθο όπως και έγινε την 16η Απριλίου του 1822. *
Στην πορεία από την Τρίπολη προς την Κόρινθο έλαβε χώρα η διαπόμπευση του άλλοτε κραταιού Κεχαγιά μπέη.
Σε όλη τη διαδρομή οι Έλληνες εξαπέλυαν κατάρες εναντίον του, ιδιαιτέρως δε στο Άργος το οποίο είχε κάψει κατά την κάθοδό του και πολλοί αναρωτιούνταν πως κατάφεραν να συγκρατηθούν οι Έλληνες.
Ο Γάλλος φιλέλληνας, στρατιωτικός και συγγραφέας Raybaud (Ρεμπώ) που τον συνάντησε στο Άργος αναφέρει στο έργο του ότι «Ένας νεαρός Έλληνας που με συνόδευε τον ρώτησε, αν θα πολεμούσε ακόμη ένα έθνος που παρά τις τόσες αφορμές να τον εκδικηθεί, δειχνόταν τόσο γενναιόψυχο απέναντί του. Ο Θεός είναι μεγάλος και μόνο αυτός γνωρίζει το μέλλον βιάστηκε να απαντήσει».**
Πηγές: * ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» (έκδοσις 3η Αθήνα 1900) σελ. 112-113.