Μια φορά κι έναν καιρό, πάνε 20 (μην πω 25) χρόνια πριν, δούλευα στο WWF. Εκεί γνώρισα πολλούς από εδώ μέσα – με κάποιους γίναμε φίλοι καρδιακοί. Από τότε, άλλαξα άπειρες δουλειές, όμως αν με ρώταγες ποια δουλειά σου αγάπησες πιο πολύ, αυτήν θα σου ‘λεγα. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Τη δουλειά μου στο WWF.
Το γραφείο βρισκόταν στην Ασκληπιού, χωμένο στο ισόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Είχα πάει να αντικαταστήσω την Α. Στο συρτάρι της είχε αφήσει λιωμένα παστέλια. Είδα κι έπαθα να το καθαρίσω. Τέλη καλοκαιριού ήτανε.
Κάπου μέσα στο φθινόπωρο, λοιπόν, με πήγανε ένα ταξίδι. Για να δω από κοντά τι κάνει η οργάνωση “στο πεδίο” μου λέγανε και κρυφογέλαγα, μου φαινότανε κάπως στομφώδες, ώσπου μου ‘γινε και μένα συνήθεια.
Με πήγανε που λες στη Δαδιά. Ήμουνα βλέπεις παιδί της πόλης και η σχέση μου με τη φύση περιοριζότανε στη θάλασσα, τα καλοκαίρια, αυτή ήτανε και είναι, άλλωστε, η μεγάλη μου αγάπη – με το βουνό και τα δάση δε, ήμασταν σα μαλωμένοι.
Μέχρι που πήγα στη Δαδιά. Μέχρι που γνώρισα τη Δώρα και τον Πόιρα. Μέχρι που τους είδα να χαϊδεύουνε τους φλοιούς και να χορεύουνε με τους κορμούς. Μέχρι που τους άκουσα να λένε ιστορίες μαγικές γι’αυτό το μαγικό δάσος. Μέχρι που πέταξε ο πρώτος γύπας πάνω από το κεφάλι μου με ολάνοιχτα φτερά. Μέχρι που ήπια μαλαματίνα κι ένα κορίτσι ντόπιο, που ‘χω ξεχάσει πώς το λέγανε, μου χάρισε ένα ποτήρι και τσουγκρίζαμε ως το πρωί.
Μέχρι που κάθε φορά που επέστρεφα, φώναζα κι εγώ τα δέντρα με το όνομά τους.
Το νου σου, θέλω να τα ξαναδώ αυτά τα δέντρα. Έχουν πολλά ακόμη να μου διηγηθούν. Κι εγώ σ’ εκείνα.