Απαράδεκτες χαρακτήρισε σήμερα τις αναφορές του Έσπεν Μπαρθ Άιντα ότι η καλύτερη συνταγή για αποφυγή θερμού επεισοδίου το καλοκαίρι σε σχέση με τα ενεργειακά είναι η επανέναρξη των συνομιλιών, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης.
Ανέφερε ότι έχει ήδη κάνει κατ` ιδίαν παραστάσεις προς τον κ. Έιντε ότι θεωρεί απαράδεκτες ανάλογες αναφορές και ιδιαίτερα, όπως σημείωσε, όταν εκπέμπονται υπό μορφή απειλής.
Κληθείς να σχολιάσει δήλωση του κ. Άιντα ότι, κατά το δημοσιογράφο, «το καλύτερο φάρμακο για να μην υπάρξει και οποιαδήποτε θερμή κρίση το καλοκαίρι σε σχέση και με τα ενεργειακά είναι η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων» ο Πρόεδρος Αναστασιάδης τόνισε ότι θεωρεί τη χειρότερη συνταγή ή φάρμακο, «να χρησιμοποιείς απειλές αντί την αντικειμενική έκθεση των γεγονότων». «Και θεωρώ ακόμα χειρότερο, Ειδικός Αντιπρόσωπος του ΓΓ του ΟΗΕ να διαπιστώνει ότι υπάρχει ή να ισχυρίζεται ότι υπάρχει ενδεχόμενο παραβίασης του διεθνούς δικαίου και αντί να καταδικάζει τον παραβάτη του διεθνούς δικαίου να τον χρησιμοποιεί ως απειλή», πρόσθεσε. «Είχα κάμει κατ` ιδίαν παραστάσεις, ότι θεωρώ απαράδεκτες ανάλογες αναφορές και ιδιαίτερα όταν εκπέμπονται υπό μορφή απειλής», σημείωσε.
Σε δηλώσεις του στο πλαίσιο επίσκεψης του σήμερα στα κεντρικά γραφεία του ΚΟΑΠ, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διερωτήθηκε παράλληλα γιατί οι δύο ηγέτες να πάνε στη Γενεύη από τη στιγμή που η Τουρκία δεν είναι έτοιμη, προσθέτοντας πως μπορεί ο διάλογος να συνεχιστεί «και όταν είναι η Τουρκία έτοιμη να συζητήσει το θέμα της ασφάλειας να προχωρήσουμε και στο επόμενο βήμα». Διερωτήθηκε μάλιστα στο πλαίσιο αυτό «τι έχει διαφορετικό η Γενεύη από το καλύτερο κλίμα της Κύπρου;».
Σε ερώτηση αν έχει ενημερωθεί από τον Έλληνα ΥΠΕΞ Νίκο Κοτζιά για τα αποτελέσματα της χτεσινής συνάντησης με τον κ. Άιντα αλλά και τι αναμένει από τη συνάντηση του κ. Άιντα με τον Τούρκο ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε ότι έχει ενημερωθεί πλήρως για τα όσα διημείφθησαν στη συνάντηση Κοτζιά-Άιντα, ενώ σε σχέση με τη συνάντηση Τσαβούσογλου-Άιντα είπε ότι αναμένει να ενημερωθεί σε σχέση με το ποια θα είναι τα αποτελέσματα αλλά και «ποια η ετοιμότητα της Τουρκίας να συμμετάσχει αλλά και να συμβάλει έτσι ώστε πραγματικά η οποιαδήποτε σύγκληση συνόδου για το Κυπριακό να φέρει αποτελέσματα». «Αυτό είναι που επιδιώκουμε εμείς και όχι, επαναλαμβάνω αυτό που είπα πολλές φορές, άσκοπη χρήση του χρόνου για άλλους λόγους δημοσιότητας αντί ουσίας», πρόσθεσε.
Κληθείς να σχολιάσει δήλωση του κ. Άιντα όπως τη μετέφερε ο δημοσιογράφος ότι «το πρόβλημα είναι η συναισθηματική εμπιστοσύνη και όχι πρόβλημα ουσιαστικό», ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε ότι δεν επιθυμεί να σχολιάζει τα όσα λέγονται και πως ο καθένας μπορεί να έχει την άποψη του.
Είπε ωστόσο πως είχε ακούσει και το ότι «στους δύο ηγέτες εναπόκειται αν θα παν στη Γενεύη». «Ε με λυπεί πάρα πολύ, αλλά αν στη Γενεύη θα μεταβούν οι δύο ηγέτες γιατί να μεταβούν;» τόνισε και διερωτήθηκε «τι έχει διαφορετικό η Γενεύη από το καλύτερο κλίμα της Κύπρου». «Το θέμα είναι» υπέδειξε, «να υπάρχει βούληση, να μπορούμε να είμαστε αποτελεσματικοί στο διάλογο». «Αν η Τουρκία δεν είναι έτοιμη τότε διερωτώμαι γιατί οι δύο ηγέτες θα πρέπει να παν στη Γενεύη; Ας συνεχίσουμε το διάλογο και όταν είναι η Τουρκία έτοιμη να συζητήσει το θέμα της ασφάλειας να προχωρήσουμε και στο επόμενο βήμα», τόνισε.
Κληθείς να σχολιάσει την κατανόηση που φαίνεται να έδειξε ο κ. Άιντα στη θέση ότι πρέπει να ανοίξει τα χαρτιά της η Τουρκία σε σχέση με τα θέματα ασφάλειας προσθέτοντας ωστόσο ότι η συμφωνία είναι ότι όλα τα θέματα συζητούνται αλληλένδετα, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε ότι πάντα τα 4 τουλάχιστον (κεφάλαια) συζητούντο αλληλένδετα και πως ο ίδιος ουδέποτε έθεσε θέμα μετάβασης στη Γενεύη χωρίς να συνεχίσει, εφόσον υπάρξει πρόοδος στο θέμα ασφάλειας, το οποίο παρέμεινε ανέγγιχτο μέχρι σήμερα, η διασταυρούμενη ή αλληλένδετη συζήτηση των θεμάτων.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επανέλαβε εξάλλου πως παρά τη συμφωνία της 11ης Φεβρουαρίου του 2014, «εκείνοι που απέφευγαν την αλληλένδετη διαπραγμάτευση δεν ήταν η ε/κ πλευρά». «Είναι σε όλους γνωστά τα επιχειρήματα του κ. Ακιντζί ότι τυχόν συζήτηση του εδαφικού ενδέχετο μέσα από διαρροές να προκαλέσουν προβλήματα στη δική του κοινότητα και δεύτερο, το θέμα των εγγυήσεων δεν αφορούσε εμάς μόνο, αλλά ήτο η διεθνής πτυχή κατά την οποία θα έπρεπε να παρίσταντο οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις συν η Ευρώπη βεβαίως για να συζητήσουν» τόνισε και ξεκαθάρισε ότι ουδέποτε η ε/κ πλευρά αρνήθηκε, αντίθετα επέμενε, όπως είπε, στο ότι έπρεπε να γίνει (μια τέτοια) συζήτηση.