Τα καλοκαίρια μου μοιράζονται σε 4 περιόδους που αναλογούν grosso modo -με εξαίρεση την τρίτη περίοδο-, στα νησιά που “κυριάρχησαν” στη διάρκειά τους: Σπέτσες (με ολίγη από Τζια) – Σίφνος – Διάφορα – Κέρκυρα (με μπόλικη Τζια).
Εκτός από την περίοδο “διάφορα”, που χαρακτηρίζεται ούτως ή άλλως από ανέμελες εξορμήσεις σε όλα τα πελάγη, τα μήκη και τα πλάτη, εννοείται ότι και οι υπόλοιπες περίοδοι είχαν τις παρακάμψεις, παραλλαγές και τους παραδρόμους τους, αλλά ο βασικός κορμός είναι αυτός.
Την πρώτη περίοδο, στα πολύ νεαρά μου χρόνια, ήταν οι Σπέτσες και η Τζια. Κάθε καλοκαίρι η μάνα μου μας έπαιρνε με τον αδερφό μου, καμιά φορά και με τον ξάδερφο Γ, τη θεία μου την Μπ ή τη φίλη της την Α, και μας πηγαίνανε στις Σπέτσες (“Πέτσες” τις έλεγα μικρή). Με μάγευε αυτό το νησί. Το ότι δεν είχε αυτοκίνητα, οι βόλτες με ποδήλατο, το σπίτι του Γ με τη ζωγραφισμένη αυλή. Ο παγοπώλης (ναι, ο παγοπώλης!). Νομίζω ότι από τότε πήγα μια φορά μόνο ως ενήλικη -στο σπίτι της Ι με τον πατέρα μου,- πλέον θα αναζητούσα πιο μακρινούς προορισμούς για τις διακοπές μου.
Η Τζια εκείνης της εποχής κουβαλάει μνήμες από τον Μιχάλη, τον Άγγελο, τον Δήμο και την φοιτητοπαρέα τους που εγώ ως εφτάχρονη πάσχιζα να εντυπωσιάσω (κι ας μην το ‘ξερα ακόμη) κάνοντας θεαματικές βουτιές-βαρελάκια και χτυπώντας δυνατά τα βατραχοπέδιλά μου. Επανήλθα δριμύτερη στην 4η περίοδο – αλλά περίμενε.
Η δεύτερη περίοδος ήταν εκείνη της Σίφνου. Κράτησε πολύ αυτή η περίοδος. Ουσιαστικά δεν τέλειωσε ποτέ (στο μυαλό μου τουλάχιστον). Ξεκίνησε το καλοκαίρι της ΣΤ’ δημοτικού προς γυμνάσιο. Έκτοτε κάθε χρόνο -every single year που λένε- από τα 11 μου δηλαδή μέχρι τα 30 περίπου, συνήθως μετά το “καινούργιο νησί” θα καταλήγαμε στη Σίφνο. Μέχρι που, για λόγους που δεν θα αναλύσω στο ποστ αυτό, σταμάτησα να πηγαίνω σε ετήσια βάση (γκομενικό πάντως ήταν το θέμα, αφού επιμένεις).
Γνώρισα τη Σίφνο στα πολύ ωραία της. Η Χρυσοπηγή δεν είχε ακόμη ρεύμα, η Φασολού ήταν αποκλειστικά για γυμνιστές, ο Πλατύς Γιαλός είχε μόνο rooms to let και το Ξενία στην άκρη του και, φυσικά, τις καλύτερες μπουγάτσες. Το μονοπάτι για τον Φάρο ήταν κακοτράχαλο αλλά το κάναμε τρέχοντας. Με σαγιονάρες. Ήμουν εκεί την πρώτη νύχτα που άνοιξε η Αργώ. Έπινα fruit punch. Αργότερα, κάτι κρύα βράδια, σφηνάκια B52 με τη Λ. Στη Σίφνο έχω περάσει υπέροχα καλοκαίρια κι έχω γνωρίσει τα καλύτερα παιδιά.
Η τρίτη περίοδος ήταν εκείνη του island hoping. Χωρίς τη μάνα μου να με (καθ)οδηγεί από δω κι από κει, χωρίς πρώτη θέση στα πλοία, χωρίς καλό φαγητό καθημερινά, χωρίς αντηλιακό αλλά με τον ήλιο σύμμαχο, χωρίς μην-πας-στα βαθιά και ύπνο στις 11. Παρένθεση: για να πούμε του στραβού το δίκιο, με εκείνην είδα τα περισσότερα νησιά καθώς πέρα από τις σταθερές “μεγάλες” καλοκαιρινές διακοπές -κυρίως σε σπίτια στη Σίφνο που τα έβρισκε από τις “Διακοπές” ή από τις μικρές αγγελίες στα “Νέα”-, φρόντιζε κάθε χρόνο να βλέπουμε κι έναν νέο νησί. Είχε βέβαια αδυναμία στις Κυκλάδες, οπότε απογαλακτιστήκαμε με σοβαρές ελλείψεις πχ. σε Δωδεκάνησα, τις οποίες όμως κάλυψα στην τρίτη περίοδο.
Ναι, αυτή την περίοδο είδα ό,τι δεν είχα δει τις προηγούμενες. Και ήμουν τυχερή γιατί νησιά όπως η Τήλος, η Κάρπαθος, η Κάσος, η Νίσηρος, η Χάλκη αλλά και η Κίμωλος, οι Λειψοί, η Αστυπάλαια, η Ανάφη, η Αμοργός, η Φολέγανδρος, η Σχοινούσα κλπ. δεν είχαν ακόμη κατακλυστεί από τον τουρισμό – ομπρέλες δεν υπήρχαν καν ή ήταν ελάχιστες και τις αποφεύγαμε όπως ο διάολος το λιβάνι. Είχαμε βέβαια πιο γερά πόδια, και μια ακατανίκητη διάθεση για εξερεύνηση. Δεν φοβόμασταν τα λεωφορεία της γραμμής όσο άγονα κι αν ήταν, το κατάστρωμα ήταν το καλοκαιρινό μας σαλόνι, μοιραζόμασταν κάτι δωμάτια της συμφοράς 10-10. Τα κακοφορμισμένα στρώματα δεν πτοούσαν τις μέσες μας. Τίποτα δεν μας πτοούσε. Ήταν καλοκαίρι. Τα μάτια μας γυάλιζαν.
Η τέταρτη περίοδος είναι αυτή της Κέρκυρας. Πρώτη φορά ήρθα στο νησί παιδί, γύρω στα 8 μου. Με τη μάνα μου πάντα και τον αδερφό μου και για κάποιο διάστημα δυο ξαδέρφια μου, τον Σ τον Μεγάλο και τον Γ. Δεν θυμάμαι πολλά, μόνο ότι οι δυο μικροί, ο αδερφός μου κι ο Γ, ήταν μονίμως στην πάνω σκάλα κι ότι ο Μεγάλος Σ (έφηβος τότε) χάζευε τις γυμνόστηθες τουρίστριες με τις ώρες μέχρι που έπαθε ηλίαση. Τέλος πάντων αυτή είναι μια απολαυστική ιστορία για κάποια άλλη ώρα.
Αυτή η περίοδος λοιπόν ξεκίνησε πριν 20 περίπου χρόνια (μην αρχίζεις τους υπολογισμούς, γιατί θα με βγάλεις 80άρα!). Ξανάρθα στην Κέρκυρα κάποια Χριστούγεννα στο σπίτι του Γ στον νότο. Το νησί ήταν ήσυχο αλλά βροχερό, μουντό και μυστηριώδες· σχεδόν εξωπραγματικό. Πίναμε κακοτρύγη στο τζάκι και τρώγαμε τις μπριζόλες της Λένης για πρωινό.
Από τότε τα καλοκαίρια ανήκουν στην Κέρκυρα και στον ξεχωριστό νότο της. Που είναι ένας άλλος κόσμος σε σχέση με τον δημοφιλή βορρά. Λιγότερο και πιο άναρχα αναπτυγμένος, κομματάκι ξεχασμένος – πράγμα που πλέον θεωρώ καλό μια και ακόμη και ντάλα δεκαπενταύγουστο μπορείς να βρεις μια γωνιά να βάλεις την πετσέτα σου χωρίς να ταράζεσαι από ορδές λουόμενων ή μονοπώλια ομπρελοξαπλώστρας.
Φέτος την επισκέφθηκα ξανά τον χειμώνα, για δουλειά. Δεν κατέβηκα στο νότο αλλά είχα την ευκαιρία να απολαύσω την πόλη χωρίς τουρίστες, όπως είναι κανονικά. Στιβαρή. Πανέμορφη και λίγο μελαγχολική.
Την αγαπάω την Κέρκυρα και είναι ό,τι πιο κοντινό έχω σε τόπο καταγωγής. Είναι κάπως σαν τον συγγενή εξ αγχιστείας που ξεχωρίζεις περισσότερο από τους δικούς σου και όποτε τον βλέπεις λάμπεις και του κάνεις ενσυνείδητα stalking πρωί βράδυ (έχω τέτοιον συγγενή, μη γελάς).
Σε δεύτερο κοντινότερο “τόπο καταγωγής” έχω εδώ και 10 χρόνια όμως και τη Τζια. Εκεί πάλι, χάρη στον Μεγάλο Σ (ναι στον ίδιο που χάζευε τις τουρίστριες στην Κέρκυρα, είδες πώς συνδέονται όλα τελικά;) αλλά και τον Μ, μπορώ πραγματικά να ανασάνω. Να βγάλω ένα “ουφ” και μ’ αυτό το ουφ να φύγει ένας ολόκληρος και δύσκολος χειμώνας και παράλληλα να κατευναστεί κάπως το σύνδρομο στέρησης ξερολιθιάς-άνυδρου τοπίου-μικρής κλίμακας, που με καταδιώκει με τόσα χιλιόμετρα που ‘χω γράψει στο Ιόνιο!
Για την πέμπτη περίοδο δεν έχω σχέδια. Ούτε που ξέρω πότε θα σκάσει. Αν και, μεταξύ μας, έχω έναν κρυφό καημό: ένα μικρό σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα. Ν’ανοίγεις και μπλουμ, να σ’αγκαλιάζει δροσερά. Αυτό θέλω, αλλά μην το πεις σε κανέναν.