Παλιός, καλός ελληνικός κινηματογράφος. Οι λέξεις «παλιός» και «καλός» πάνε πακέτο.
Δεν είναι τυχαίο αυτό. Σίγουρα η νοσταλγία παίζει τον ρόλο της, όμως, αντικειμενικά από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τις αρχές εκείνης του 1970 βγήκαν δεκάδες «διαμάντια».
Αυτόν τον απέραντο κόσμο ανάμεσα στα ντεκόρ και πίσω ή μπροστά από τις κάμερες, δεν τον συνέθεσαν μόνο οι σκηνοθέτες, οι σεναριογράφοι, οι παραγωγοί και, κυρίως, οι φίρμες, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι.
Όσοι δηλαδή ήταν αναγκαίοι για να γυριστεί μία ταινία. Και δεν ήταν λίγοι. Ανάμεσά τους και οι ηθοποιοί που ήταν ελάχιστα ή καθόλου αναγνωρίσιμοι όταν περπατούσαν στον δρόμο ή κάθονταν σε κάποιο μαγαζί. Εκείνοι που είχαν συνδυαστεί με τους δεύτερους ρόλους.
Για σχεδόν όλους τους μη μυημένους, ένα όνομα δεν λέει τίποτα. Θα πρέπει να τον αναζητήσουν στο διαδίκτυο ή να τον «συναντήσουν» τυχαία στην τηλεόραση. Επί παραδείγματι, ο Γιώργος Κάππης. Με το χέρι στην καρδιά, τον γνωρίζετε; Κι όμως, αν δείτε φωτογραφίες του, θα καταλάβετε…
Είχε γεννηθεί το 1928 ή, πιθανότερα, το 1929 στη Θεσαλονίκη και η πρώτη ταινία που συμμετείχε ονομαζόταν «Του Κουτρούλη ο γάμος», σε σκηνοθεσία του Κώστα Μαργαρίτη. Προβλήθηκε το 1962 και υποδυόταν τον πελάτη του ραφείου που είχε ο Γιάννης Γκιωνάκης. Την ίδια χρονιά έπαιξε στο «Πονεμένη μητέρα», το σενάριο του οποίου έγραψε ο Νίκος Φώσκολος.
Ακολούθησαν οι εξής παρουσίες: «Ο ψευτο-Θόδωρος», «Ζητείται τίμιος», «Κόσμος και κοσμάκης», «Ό,τι θέλει ο λαός» και, βέβαια, «Ο εμίρης και ο κακομοίρης», όπου ξεχώρισε ως γιος του Αλέκου Λειβαδίτη.
Εν συνεχεία έπαιξε στις ταινίες «Άλλος για το εκατομμύριο», «Το πρόσωπο της ημέρας», «Φίφης ο ακτύπητος», «Νυμφίος ανύμφευτος», «Το κορίτσι της οργής», ώσπου έμεινε στην ιστορία για τον ρόλο στο «Ο τρελός τα ‘χει 400», όταν υποδύθηκε έναν ομοφυλόφιλο σκηνοθέτη που ξυλοφορτώνεται από τον Λάμπρο Κωνσταντάρα.
Δεκαοκτώ ήταν τα φιλμ που έλαβε μέρος κατά τη δεκαετία του 1960, την πιο παραγωγική της καριέρας του, ενώ συμμετείχε σε άλλες πέντε στα 70s’ και σε άλλες οκτώ, κατά βάση βιντεοταινίες, στα 80s’.
Παράλληλα, ο Γιώργος Κάππης ανήκε στον κόσμο του θεάτρου, με αποκορύφωμα την παρουσία του στον «Θίασο των Οκτώ», τον οποίον, εκτός από τον ίδιο, αποτελούσαν οι Ορέστης Μακρής, Αλέκος Λειβαδίτης, Άννα & Μαρία Καλουτά, Τάκης Μηλιάδης, Μπέτυ Μοσχονά και Ρένα Ντορ.
Ανάμεσα στις δράσεις τους ήταν η επιθεώρηση «Ντόλτσε βίτα στην Αθήνα» που ανέβηκε στο θέατρο Περοκέ το καλοκαίρι του 1963.
Οι παλιοί θεατρόφιλοι ενδεχομένως να τον θυμούνται στα μέσα προς τέλη δεκαετίας του 1970 να εμφανίζεται σε παράσταση καθισμένος στην κορυφή του… μεσαίου δακτύλου μιας μεγάλης κλειστής γροθιάς.
Δεν μιλούσε, το κοινό ξεκαρδιζόταν και τότε έλεγε την εξής ατάκα που αφορούσε το απερχόμενο δικτατορικό καθεστώς: «Γελάτε ε; Γελάστε, γελάστε! Όλοι σας επτά χρόνια καθόσασταν εδώ πάνω!»
Δυστυχώς όταν πέρασε και η δεκαετία του 1980 των βιντεοταινιών που τόνωσε οικονομικά τους περισσότερους συμμετέχοντες ηθοποιούς, ο Γιώργος Κάππης δεν σύναψε τις συμφωνίες που θα ήθελε, παραγκωνίστηκε καλλιτεχνικά και άρχισε να δυσκολεύεται περισσότερο.
Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι όδευε προς τα 70, ο συμπαθέστατος εξπέρ των δεύτερων ρόλων ξέμενε σιγά-σιγά από δυνάμεις, ώσπου μπήκε σε σοβαρούς οικονομικούς μπελάδες.
Είναι τεράστιο κρίμα οι άνθρωποι που συντρόφευαν και συντροφεύουν χιλιάδες σινεφίλ/θεατρόφιλους/τηλεθεατές να συναντούν τόσα πολλά προβλήματα στα γεράματα.
Υπάρχουν ακόμα και μαρτυρίες, οι οποίες θέλουν τον Γιώργο Κάππη να αξιώνει μεταφορά στην οικία του από άτομα που μόλις είχαν παρακολουθήσει παράσταση, επειδή η τσέπη του δεν άντεχε να πληρώσει ταξί.
Παράλληλα, οι περισσότερες αναφορές αναφέρουν ότι πέραν της φτώχειας κλήθηκε να παλέψει και με τη μοναξιά, γεγονός που αν πραγματικά ισχύει είναι ακόμα χειρότερο για έναν άνθρωπο που προσεγγίζει τα 70.
Το τελευταίο χειροκρότημα από οικείους, φίλους και ελάχιστους συναδέλφους, δόθηκε το 1999 στο νεκροταφείο της Γλυφάδας. Στις 11 Μαΐου εκείνης της χρονιάς, ο Γιώργος Κάππης προδόθηκε από την καρδιά του και εξέπνευσε στην οικία του. Εν συγκρίσει με όλα όσα πέρασε όμως, η υστεροφημία υπερισχύει. Θα έχει αιώνια μια θέση στο ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο. Ασχέτως αν αυτή δεν βρίσκεται στην πρώτη, αλλά στη δεύτερη σειρά.