Για «επιστροφή της Ελλάδας από την …εξορία», κάνει μάλιστα λόγο η επίσης γερμανική, Die Zeit. «Οποιος επενδύει τα χρήματά του σε ελληνικά κρατικά ομόλογα δεν χρειάζεται πλέον να ανησυχεί μήπως δεν τα ξαναδεί ποτέ. Η χώρα είναι και πάλι φερέγγυα – γιατί η οικονομία ανθεί», σημειώνει η γερμανική εφημερίδα, σε ανταπόκριση από την Αθήνα.
«Η Ελλάδα έπρεπε να περιμένει πολύ για αυτό. Χρειάστηκαν περισσότερα από 13 χρόνια για να επιστρέψει η χώρα από τον κόσμο της οικονομικής εξορίας, στον κύκλο των φερέγγυων κρατών. Η Ελλάδα είναι πλέον για άλλη μια φορά μια χώρα στην οποία μπορείς να δανείσεις χρήματα χωρίς να ανησυχείς μήπως δεν τα ξαναδείς.
Τον Σεπτέμβριο, ο καναδικός οργανισμός αξιολόγησης DBRS Morningstar αύξησε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας από BB (υψηλό) σε BBB (χαμηλό). Αυτό σημαίνει ότι η χώρα είναι πλέον μία χώρα που αξίζει κανείς να επενδύσει. Οι οίκοι αξιολόγησης Standard & Poor’s (S&P) και Fitch θα κάνουν επίσης τις αξιολογήσεις τους στις 20 Οκτωβρίου και στις 2 Δεκεμβρίου, αντίστοιχα Fitch και αναμένεται να αναβαθμίσουν επίσης την Ελλάδα στην κορυφαία κατηγορία μέχρι το τέλος του έτους».
Χρέος και πρωτογενή πλεονάσματα
Η Ελλάδα σημειώνει επίσης μεγάλη πρόοδο στη μείωση του επιπέδου του χρέους της. Έχει μειωθεί κατά 36 ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωσή του, το 2020, που ήταν στο 204% του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση αναμένει ότι το επίπεδο του χρέους θα μειωθεί στο 162,6% του ΑΕΠ έως το τέλος του 2023 και στο 135,2% έως το 2026.
Ωστόσο, οι αναλυτές της DBRS δεν βλέπουν μόνο επιτυχίες στην Ελλάδα, αλλά και κινδύνους. Παρά τις επιτυχίες στη μείωση του δείκτη χρέους, η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους εξαρτάται πρωτίστως από την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα μακροπρόθεσμα. Περίπου το 70% του ελληνικού εθνικού χρέους εξακολουθεί να κατέχεται από δημόσιους πιστωτές όπως ο ESM. Τα επιτόκια είναι επίμονα χαμηλά και οι λήξεις επεκτείνονται μέχρι το 2070. Ωστόσο, η DBRS υπογραμμίζει ότι μακροπρόθεσμα, το χρέος του δημόσιου τομέα θα πρέπει να αντικατασταθεί από χρέος που χρηματοδοτείται από την αγορά, το οποίο θα είναι ευάλωτο στις διακυμάνσεις της αγοράς.
«Ακόμα κι αν η Ελλάδα έχει ξεπεράσει την οξεία κρίση, η χώρα θα συνεχίσει να αισθάνεται τις συνέπειές της για πολύ καιρό. Οι οικονομικές επιδόσεις της χώρας είναι επίσης πολύ μακριά από τα προ κρίσης επίπεδα. Το 2022 ήταν 208 δισ. ευρώ, το 2009 ήταν 238 δισ. Τότε, το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ήταν 95% του μέσου όρου της ΕΕ· σήμερα είναι μόνο 68%. Και οι πραγματικοί μισθοί, προσαρμοσμένοι στον πληθωρισμό, έχουν φτάσει μόνο στο 71% του επιπέδου του 2009. Υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος για να επιστρέψει η χώρα στην οικονομική ομαλότητα», εκτιμά η Die Zeit.