Ο Λούστρος ή λουστραδόρος ήταν ο πλανόδιος που γυάλιζε τα παπούτσια των περαστικών τότε που ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους και τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η Ελλάδα είχε μια διαλυμένη οικονομία. Η ανεργία ήταν μεγάλη και η επιχειρηματικότητα σχεδόν ανύπαρκτη. Οι άνδρες που ήταν και οι μόνοι εργαζόμενοι, ασκούσαν επαγγέλματα που δεν απαιτούσαν σπουδές. Ο λούστρος ήταν ένα από τα επαγγέλματα που συνδέθηκαν με τη βιοπάλη….
Ο εξοπλισμός του λούστρου ήταν ένα ξύλινο κασελάκι με πλαϊνές θήκες που είχε τις μπογιές και τις βούρτσες του και ότι άλλο χρειαζόταν για το γυάλισμα των παπουτσιών. Το κασελάκι αυτό με μακρύ λουρί για την μεταφορά του στον ώμο του λούστρου και ένα καρεκλάκι για να κάθεται. Με το κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, περίμενε τους πελάτες υπομονετικά.

Το μαύρο δερμάτινο ή καφέ σκούρο παπούτσι ή σκαρπίνι ήταν status για τον άνδρα της γύρας και έπρεπε πάντα να είναι λουστραρισμένο και να δείχνει στο μάτι.
Ο πελάτης άπλωνε το πόδι του στο στη μπρούτζινη συνήθως βάση από το κασελάκι όλα τα άλλα τα αναλάμβανε ο λούστρος. Δίπλωνε το μπατζάκι μη λερωθεί και έχωνε χαρτόνια από τσιγαρόκουτα στα πλάγια για να προστατέψει την κάλτσα. Ξεσκόνιζε με βούρτσα το παπούτσι, έβαζε λίγη αλοιφή από το μπουκαλάκι με το κατάλληλο χρώμα, και την άπλωνε παντού με την βούρτσα. Με ελαφρύ κτύπημα της βούρτσας στο παπούτσι έδινε το σύνθημα στον πελάτη να αλλάξει πόδι. Επαναλάμβανε την διαδικασία και επέστρεφε στο πρώτο για να του δώσει το τελικό γυάλισμα με πανί και με ειδική αλοιφή, το «ευρωπαϊκό» όπως το έλεγαν.
Μερικοί λούστροι έκαναν επίδειξη της δεξιοτεχνίας τους προσφέροντας δωρεάν θέαμα στο κοινό, πετώντας τις βούρτσες στριφογυριστά στο αέρα, σαν ζογκλέρ, ή χτυπώντας τες ρυθμικά στο κασελάκι.
Το επάγγελμα ήταν ταπεινό από τη φύση του. Ο λούστρος πολλές φορές δε κοιτούσε ψηλά στον πελάτη όσο διαρκούσε η δουλειά του εκτός αν ήταν ανάγκη να του πει κάτι.
Αυτό το επάγγελμα χάθηκε πια… Τώρα τα κασελάκια των λούστρων υπάρχουν λιγοστά σε μαγαζιά στο Μοναστηράκι, ενώ κάποια κοσμούν σπίτια συλλεκτών ως ταπεινό σύμβολο μιας φτωχής πλην αγνής και τίμιας εποχής που η δουλειά δεν ήταν ντροπή.
