Παραμένει ο Αλέξης Τσίπρας επικίνδυνος αντίπαλος για τη Νέα Δημοκρατία ή μήπως το δημοσκοπικό προβάδισμα που έχει αποκτήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη διάρκεια της τριετούς διακυβέρνησης και ειδικότερα στο ερώτημα για την καταλληλότητα στην πρωθυπουργία καθιστά αυτό το ερώτημα άνευ αξίας;
Η απάντηση είναι, ναι, παραμένει. Έστω και ως δεύτερος.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν αποδέχτηκε ποτέ μέσα του ότι έχασε από έναν πολιτικό αντίπαλο τον οποίο και ο ίδιος επέλεξε (η «Αυγή» προβοκάρισε την υποψηφιότητα Μεϊμαράκη το 2016) και τον οποίο διαρκώς υποτιμούσε από του βήματος της Βουλής όταν ήταν πρωθυπουργός.
Στο μυαλό του η αντιδιαστολή μεταξύ οικογενειοκρατίας και αυτοδημιούργητου, έστω του κομματικού σωλήνα, αρκούσε για μία νέα εκλογική νίκη. Ηταν τόσο πεπεισμένος, ώστε οι επιτελείς του φοβούνταν να του πουν την αλήθεια για τις δημοσκοπήσεις, του έλεγαν ψέματα, με συνέπεια να γνωρίσει οδυνηρή διάψευση τη βραδιά των ευρωεκλογών. Μετά τις εκλογές πέρασε μία τουλάχιστον διετή περίοδο κατάθλιψης, στην οποία ήταν η σκιά του εαυτού του. Ηταν ανεκτός στη Βουλή, αλλά εύκολος αντίπαλος για τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ωστόσο ακόμη κι αυτή την περίοδο δεν έκανε σοβαρά προσωπικά στρατηγικά λάθη. Περίμενε. Και για τις εξελίξεις στην παράταξή του και για τις εξελίξεις στη χώρα.
Την πρώτη διετία ήταν ασύλληπτα συναινετικός στα εθνικά θέματα και απόδειξη αυτού είναι ότι δεν καταψήφισε σχεδόν καμία από τις διεθνείς συμφωνίες που έφερε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στη Βουλή για την οριοθέτηση ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο. Ακόμη και η διαφωνία του με την ίδια τη συμφωνία για τις βάσεις των ΗΠΑ εδράζεται στο γεγονός ότι δεν πήραμε αντάλλαγμα. Όχι επί της αρχής.
Από τον Μανώλη Κοττάκη