Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς (όχι μόνο κωμικούς, αφού κατάφερε να πείσει ακόμη και τον «άπιστο» Φίνο για τις δραματικές ικανότητές του) της γενιάς.
Κι όμως, ο Βασίλης Αυλωνίτης, που κάποτε κόντεψε να χάσει την ζωή του στο σανίδι, δεν έβλεπε σχεδόν ποτέ καμία από τις δεκάδες ταινίες του!
Συνολικά συναντάμε το όνομά του σε 75 φιλμ, παρά το γεγονός ότι η καριέρα του περιορίστηκε χρονικά, αφού έφυγε από την ζωή σε ηλικία 66 ετών κι δεν είχε την παραμικρή σχέση με την υποκριτική μέχρι τα 20 του.
Ως τότε ήταν υποχρεωμένος να παλέψει για την επιβίωσή του από παιδί. Ο πατέρας του είχε εγκαταλείψει το σπίτι κι έτσι ο μικρός Βασίλης είχε κάνει σχεδόν τα πάντα στην βιοπάλη. Δούλεψε σε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε τσάντες, αργότερα αχθοφόρος, εργάτης σε βιομηχανία και μαραγκός. Δουλειά που ξανάπιασε στα χέρια του όταν απολύθηκε από φαντάρος και τον έφερε να εργάζεται στα σκηνικά του θεάτρου «Έντεν», στο Θησείο, εκεί δηλαδή που γεννήθηκε.
Όπως έκανε και στις προηγούμενες δουλειές του, έτσι και τώρα συνήθιζε να κάνει τους άλλους να γελούν με τις γκριμάτσες και τις μιμήσεις του, στις οποίες είχε ταλέντο. Ο ίδιος, βέβαια, δεν θεωρούσε ποτέ ότι ήταν τόσο καλός ώστε να ασχοληθεί με τον χώρο, αλλά φαίνεται πως δεν μοιραζόταν την ίδια γνώμη και ο θεατρικός επιχειρηματίας, Θεόδωρος Σκούρας, ένας από αυτούς που είχαν την τύχη να τον δουν στην πρώτη του παράσταση.
Ουσιαστικά ο Βασίλης Αυλωνίτης αναγκάστηκε να παίξει καθώς –περισσότερο για αστείο- κάποιοι από τους ηθοποιούς του θιάσου στο θέατρο που εργαζόταν, τον έσπρωξαν στην σκηνή. Μετά από μια στιγμή απόλυτης αμηχανίας, ο νεαρός άρχισε να κάνει αυτό που γνώριζε καλά. Να αυτοσχεδιάζει και να φέρνει χαμόγελα και γέλια στα πρόσωπα των ανθρώπων.
Μετά από αυτό το απρόσμενο ντεμπούτο στην οπερέτα του Ν. Χατζηαποστόλου, «Το κορίτσι της γειτονιάς», έκανε την πρώτη του «κανονική» εμφάνιση ως ηθοποιός στον θίασο της Ελένης Ζαφειρίου στην παράσταση «Ερωτικές γκάφες» και μόλις 4 χρόνια αργότερα από εργάτης έφτασε στο σημείο να γίνει θιασάρχης με το σχήμα που βάφτισε «Κρίνονα»!
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1929 στην ταινία του Αχιλλέα Μαδρά, «Μαρία Πενταγιώτισσα», όμως η καθιέρωσή του άργησε και ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 με την ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» στην οποία ο Φίνος δεν τον ήθελε επειδή είχε παίξει σε πολλές ταινίες δεύτερης διαλογής. Η επιμονή του Αλέκου Σακελλάριου ήταν εκείνη που άλλαξε τα δεδομένα, έδωσε στον Αυλωνίτη την ευκαιρία να καθιερωθεί, αλλά και στο κοινό την δυνατότητα να έρθει σε επαφή με την πηγαία, πληθωρική και αξέχαστη ερμηνευτική γκάμα του.
Φυσικά στο μυαλό πολλών ήταν συνυφασμένος με εκείνη την ομάδα ηθοποιών που άνοιξαν τον δρόμο για το κινηματογραφικό ξέσπασμα της επόμενης δεκαετίας, καθιστώντας το σινεμά συνώνυμο της λαϊκής διασκέδασης.
Μαζί με την Γεωργία Βασιλειάδου και τον Νίκο Ρίζο (αλλά και άλλους) συνυπήρξαν για χρόνια στο σανίδι, αλλά και στην μεγάλη οθόνη, με τις επιτυχίες να διαδέχονται η μία την άλλη. «Οι γαμπροί της Ευτυχίας», «Η Καφετζού», «Η κυρία δήμαρχος», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα κι ο κοντός», «Ο θησαυρός του μακαρίτη» και φυσικά το «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο», η συνέχεια δηλαδή της ταινίας που αρχικά δεν του έδινε ρόλο ο Φιλοποίμην Φίνος!
Το πραγματικά οξύμωρο πάντως είναι ότι ο ίδιος ο Βασίλης Αυλωνίτης σπανίως παρακολουθούσε τις ταινίες του και είχε δει ελάχιστες φορές τον εαυτό του στην μεγάλη οθόνη. Ο λόγος ήταν ότι δεν του… άρεσε ιδιαίτερα κι έτσι το απέφευγε. Μάλιστα, ιστορική έχει μείνει η δική του ατάκα σε σχετική ερώτηση του Δημήτρη Λυμπερόπουλου. «Δημητράκη, θα τις δω στον άλλο κόσμο, όπου, δεν μπορεί, κάποιος Εβραίος ή Έλληνας θα έχει στήσει σινεμά» ήταν τα χαρακτηριστικά λόγια του!